Vanga - Vangelia P.Gushterova
Ένα απόγευμα παίζοντας στην αυλή του σπιτιού, σηκώθηκε ξαφνικά κοιτάζοντας στον ουρανό. Ο πατέρας της γυρνούσε από τα χωράφια και βρήκε την Ευαγγελία να μιλά μόνη της. Κατάλαβε ότι δε μιλούσε απλώς, όπως θα έκανε ένα παιδί, αλλά ότι συνομιλούσε με κάποιον. Όταν τη ρώτησε με ποιον, εκείνη του απάντησε με ένα στρατιώτη πάνω σε λευκό άλογο. Η Ευαγγελία ήταν τότε μόλις έξι ετών και πολύ αργότερα αποκάλυψε ότι συνομιλούσε με έναν άγγελο, ο οποίος μάλιστα θα την ακολουθούσε σε όλη της τη ζωή.
Ένα καλοκαίρι, όταν η Ευαγγελία ήταν περίπου δώδεκα ετών, έπιασε μία ξαφνική μπόρα με πολύ δυνατό αέρα, που δημιουργούσε παράλληλα μεγάλους ανεμοστρόβιλους. Έγιναν καταστροφές σε όλη την περιοχή, δέντρα ξεριζώθηκαν και ζώα πέθαναν. Η Ευαγγέλια βρισκόταν στο χωράφι, ενώ ο πατέρας της μαζί με άλλους συγχωριανούς την αναζητούσαν παντού. Όταν τη βρήκαν σκεπασμένη με χώματα και σκόνη, ανακάλυψαν ότι είχε αίμα ολόγυρα στα μάτια. Το αίμα είχε ξεραθεί, με συνέπεια να μην μπορεί πια να τα ανοίξει. Τότε η Ευαγγελία θυμήθηκε το διάλογο με τον έφιππο άγγελο. Την είχε ρωτήσει εάν προτιμάει να βλέπει με τα κανονικά της μάτια ή με τα μάτια της ψυχής της. Εκείνη είχε επιλέξει το δεύτερο!
Άμεσα έτρεξαν όλοι οι γιατροί της περιοχής, οι οποίοι δεν μπορούσαν να κάνουν κάτι. Οι γριές του χωριού έλεγαν ότι επρόκειτο για κακό οιωνό και ότι η Ευαγγελία ήταν καταραμένη. Ο πατέρας της, αδυνατώντας να δεχτεί αυτή την εξήγηση, πήρε την Ευαγγελία και με όσα λεφτά διέθετε πήγαν στα Σκόπια, προκειμένου να υποβληθεί σε δύο επανωτές επεμβάσεις. Για λίγο καιρό ξαναβρήκε το φως της, αλλά λίγες μέρες αργότερα τυφλώθηκε και πάλι. Διακομίστηκε στο Βελιγράδι, όπου ακολούθησε άλλη μία εγχείρηση χωρίς αποτέλεσμα αυτή τη φορά.
Ο πατέρας της είχε αποδεχτεί πλέον το γεγονός ότι η κόρη του ήταν τυφλή. Η Ευαγγελία ήταν τότε δεκαπέντε χρονών. Μην μπορώντας να της προσφέρει την απαραίτητη φροντίδα, την έστειλε σε ένα οικοτροφείο τυφλών στο Βελιγράδι. Εκεί έμαθε τη γραφή των τυφλών, οικιακά, χειροτεχνικά και πιάνο. Όλοι στη σχολή είχαν ενθουσιαστεί με τα έργα της, μεταξύ αυτών και ένας νεαρός, ο οποίος την είχε ερωτευτεί. Κάθε μέρα τής ζητούσε να του παίζει πιάνο, αλλά εκείνη αρνούνταν. Στα δεκαοχτώ της η Ευαγγελία αποφάσισε να γράψει στον πατέρα της, για να του ζητήσει έγκριση για τον αρραβώνα της. Η απάντηση, όμως, στο γράμμα ήταν απρόβλεπτη. Η δεύτερη σύζυγος του πατέρας της είχε πεθάνει, αφήνοντας πίσω της τρία ανήλικα παιδιά. Διαβάζοντας αυτά η Ευαγγελία, άφησε το γάμο της και επέστρεψε στη Στρώμνιτσα, για να τον βοηθήσει στην ανατροφή των παιδιών.
Σύντομα η Ευαγγελία έγινε γνωστή σε όλη την περιοχή για τα πλεκτά και τα κεντήματά της. Η φήμη του «τυφλού κοριτσιού με τα χρυσά χέρια» απλώθηκε και στις μεγάλες πόλεις από όπου κατέφθαναν πολλοί πλούσιοι για τα εργόχειρά της, τα οποία της απέδιδαν έναν καλό μισθό.
Το 1934 θα άλλαζε εξολοκλήρου τη ζωή της Ευαγγελίας. Εκείνα τα χρόνια ήταν πολύ δύσκολα. Τα ζώα αρρώσταιναν, λεφτά δεν υπήρχαν και ο κόσμος άρχισε να κλέβει. Η Ευαγγελία όμως έβλεπε στα όνειρά της τα χαμένα αντικείμενα και ζώα. Στην αρχή δεν καταλάβαινε τι ακριβώς της συνέβαινε, αλλά ο κόσμος εντυπωσιαζόταν από την ακρίβεια με την οποία τα εντόπιζε. Επίσης, γνώριζε τα βότανα και θεραπείες τόσο για τα ζώα όσο και για τους ανθρώπους. Έτσι, η Ευαγγέλια έγινε σιγά σιγά γνωστή ως Βάνγκα.
Επτά χρόνια αργότερα η Βάνγκα έχασε τον πατέρα της και έπεσε σε βαριά κατάθλιψη. Κάποια νύχτα ξάγρυπνη αισθάνθηκε μία παρουσία στο δωμάτιό της. Ρώτησε ποιος ήταν και μία όμορφη φωνή τής είπε ότι εκείνος την είχε επισκεφτεί στην αυλή της στα έξι της χρόνια. Προς στιγμήν η Βάνγκα πίστεψε ότι θα της έδινε πίσω το φως της, αλλά αντί αυτού η φωνή τής είπε να ακούσει προσεκτικά όσα θα της έλεγε, γιατί ο κόσμος σε λίγο θα ζούσε άσχημες μέρες λόγω ενός μεγάλου πολέμου. Η Βάνγκα άκουσε τις συμβουλές του και εκείνος τη διαβεβαίωσε ότι έκτοτε θα βρισκόταν συνεχώς δίπλα της.
Η Βάνγκα διαλάλησε παντού ότι επρόκειτο να ξεσπάσει μεγάλος πόλεμος, και μάλιστα σύντομα. Πολλοί άντρες θα έφευγαν για το Μέτωπο, άλλοι θα έχαναν τη ζωή τους και η πείνα θα εξαπλωνόταν παντού καθώς και οι αρρώστιες. Οι περισσότεροι δεν την πίστευαν, ενώ όσοι γνώριζαν για τις προφητικές της ικανότητες συγκέντρωναν χρήματα και τροφή.
Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν πλέον γεγονός και ο κόσμος άρχισε να συρρέει στο μικρό σπίτι της Βάνγκα, για να μάθει νέα από όσους βρίσκονταν στο Μέτωπο. Ένα απόγευμα μία γειτόνισσά της με δάκρυα στα μάτια έκατσε δίπλα στο κρεβάτι της. Η Βάνγκα τής είπε να μην κλαίει, αλλά να επιστρέψει αμέσως σπίτι της να ετοιμάσει φαγητό, διότι ο άντρας της ήταν κοντά. Εκείνη δεν την πίστεψε, ωστόσο επέστρεψε και μαγείρεψε το αγαπημένο φαγητό του συζύγου της. Είχε στρώσει το τραπέζι και έκατσε στη μία από τις δύο καρέκλες περιμένοντάς τον. Πέρασε πολλή ώρα και, σκεπτόμενη ότι η Βάνγκα τής είχε πει απλά λόγια παρηγοριάς, την πήρε ο ύπνος. Λίγο μετά τα μεσάνυχτα χτύπησε η πόρτα. Σηκώθηκε, την άνοιξε και έπεσε με δάκρυα χαράς στην αγκαλιά του άντρα της, όπως ακριβώς είχε προφητεύσει η Βάνγκα.
Ο κόσμος συνέχισε να την επισκέπτεται και ένα πρωί η Βάνγκα τούς είπε να γυρίσουν όλοι σπίτι τους, να ετοιμάσουν μεγάλο γλέντι, διότι ο πόλεμος θα τέλειωνε. Έτσι κι έκαναν. Καθάρισαν τα σπίτια τους, μαγείρεψαν και ετοίμασαν το γλέντι. Μέχρι το απόγευμα όλοι είχαν μάθει από το ραδιόφωνο και τις έκτακτες εφημερίδες πως ο πόλεμος είχε λήξει.
Το 1967 οι κομουνιστικές μυστικές υπηρεσίες της Βουλγαρίας κάλεσαν τη Βάνγκα για έρευνα. Εκείνη άρχισε να τους λέει διάφορα για την προσωπική τους ζωή και έκπληκτοι διαπίστωσαν ότι πρόκειται πράγματι για ένα φαινόμενο. Της έδωσαν άδεια άσκησης επαγγέλματος, στέγη στο Ρούπιτε και δημόσιο μισθό. Από εκείνη τη στιγμή και μετά η Βάνγκα δεχόταν καθημερινά πλήθος ανθρώπων, μικρούς και μεγάλους, φτωχούς και πλούσιους. Μεταξύ αυτών διάσημες προσωπικότητες και πρίγκιπες, όπως το Βούλγαρο σκιτσογράφο Μπόρις Ντιμόφσκι, τον ποιητή Εβτίμ Εβτίμοφ, τη βασιλική οικογένεια της Σερβίας και άλλους πολιτικούς, στρατηγούς και επιστήμονες από Αγγλία, Γαλλία και Ρωσία. Όλες οι προβλέψεις της βγήκαν αληθινές. Βρέθηκε μάλιστα ενώπιον του δικαστηρίου όταν ισχυρίστηκε ότι η Βάρνα θα καταποντιζόταν εάν έχτιζαν πολύ ψηλά κτίρια. Δικαιώθηκε όταν μετά από γεωλογικές έρευνες αποκαλύφθηκε πως η Βάρνα ήταν χτισμένη πάνω σε ένα μεγάλο σπήλαιο. Όταν την ρώτησαν από πού έπαιρνε τις πληροφορίες, ανέφερε το φύλακα άγγελό της και τον πλανήτη Βαμφίμ από τον οποίο προερχόταν.
Έλεγε ότι, όταν την επισκεπτόταν κάποιος, έβλεπε μέσα στο μυαλό του, ενώ δίπλα του εμφανίζονταν οι νεκροί συγγενείς του και της μιλούσαν. Η Βάνγκα έκανε πολλές προβλέψεις σε παγκόσμιο επίπεδο. Προέβλεψε το δυστύχημα του πυρηνικού αντιδραστήρα στο Τσερνομπίλ, την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, την επανένωση της Γερμανίας, τον πόλεμο στον Περσικό Κόλπο, τη διάσπαση των Βαλκανίων, ακόμα και το δυστύχημα του υποβρυχίου Κουρσκ στη Ρωσία το 2000. Αποκάλυψε την ύπαρξη θησαυρών στη Σαμοθράκη, στο βράχο του ποταμού Στρυμόνα και άλλα ιστορικά γεγονότα της αρχαίας εποχής. Ανέφερε, επίσης, πλανήτες σε άλλα ηλιακά συστήματα, που κατοικούνται και σύντομα θα έρθουν σε επαφή με τη γη.
Η Βάνγκα παραμένει μία από τις πιο αινιγματικές μορφές της εποχής μας. Πέθανε τον Αύγουστο του 1996 και ενταφιάστηκε στην εκκλησία της Αγίας Παρασκευής στο Ρούπιτε, όπου ο κόσμος την επισκέπτεται ακόμα και σήμερα, για να ανάψει ένα κερί στη μνήμη της.
Mr.Mystirius