Γράμμα για τον Άγιο Βασίλη
γράφει ο Στέλιος Λευκόπουλος
Είμαι βέβαιος πως, λαμβάνοντας το γράμμα μου, θα εκπλαγείς για δύο λόγους. Πρωτίστως, διότι λαμβάνεις σχετικά νωρίς το γράμμα μου. Έπρεπε, όμως, να προλάβω να σου ζητήσω κάτι. Όσο για το δεύτερο λόγο, σίγουρα σε εκπλήσσει το ότι είμαι εγώ ο αποστολέας. Ναι, πάει καιρός από την τελευταία φορά που σου έγραψα, το ξέρω. Βλέπεις, από τα εφτά μου χρόνια και έπειτα πείσθηκα πως τελικά δεν υπάρχεις. Ήταν τότε που έπιασα τον μπαμπά μου να βγάζει κρυφά, με τη βοήθεια της μαμάς μου, στην κρεβατοκάμαρά τους, την κόκκινη στολή και τα μακριά κάτασπρα μαλλιά και γένια. Ήταν τότε που ανακάλυψα ότι δεν ήσουν εσύ που κρυβόσουν πίσω από τα παιχνίδια που έβρισκα κάθε Πρωτοχρονιά καλοτυλιγμένα κάτω από το χριστουγεννιάτικο δένδρο στο σαλόνι.
Δεν απογοητεύτηκα πολύ. Νομίζω πως ποτέ δεν είχα πραγματικά πιστέψει πως υπήρχες. Αυτός, άλλωστε, ήταν και ο λόγος που επεδίωξα να αποδείξω στο μικρό μου αδελφό ότι ήταν ο πατέρας μας αυτός που παρίστανε το χαρακτηριστικό παχουλό κύριο με τα κόκκινα μάγουλα, την κόκκινη στολή και την κάτασπρη γενειάδα. Μέχρι εκείνη τη χρονιά σού έγραφα, επειδή μου άρεσε να έχω μια ψευδαίσθηση, ίσως και μια κρυφή ελπίδα. Έκτοτε, όμως, που ήμουν πλέον σίγουρος, δεν ξανασκέφτηκα ποτέ να γράψω τις σκέψεις μου και το δώρο που επιθυμούσα σε ένα φύλλο χαρτί, το οποίο θα κατέληγε στα χέρια των γονιών μου. Από εκείνα τα Χριστούγεννα, και μέχρι να πάω στο γυμνάσιο, σερβίριζα πλαγίως στην οικογένειά μου, κάθε φορά που πλησίαζαν οι γιορτές, ποιο ήταν το δώρο που επιθυμούσα για εκείνη τη χρονιά, και εκείνοι φρόντιζαν να το βρουν και να μου το αγοράσουν. Από το γυμνάσιο και έπειτα χάθηκε ακόμη κι αυτή η μαγεία της αγωνίας τα ξημερώματα της Πρωτοχρονιάς, καθώς ανυπομονούσα να δω αν είχα περάσει σωστά το μήνυμά μου και αν, εντέλει, το πακέτο κάτω από το δένδρο με το όνομά μου εμπεριείχε αυτό που είχα ζητήσει. Από το γυμνάσιο μέχρι και σήμερα, και εγώ και ο αδελφός μου ζητούσαμε ευθέως αυτό που επιθυμούσαμε και πηγαίναμε να το αγοράσουμε με την ευγενική χορηγία της μητέρας και του πατέρα.
Δεδομένων, λοιπόν, των ανωτέρω, δεν έχει καμία θέση το γράμμα μου στη στοίβα άλλων που προορίζονται για σένα. Άσε που είμαι και μεγάλος πια – έχω κιόλας κλείσει τα 21! Θυμάμαι, όμως, μια δασκάλα μου, που πάντα, όταν τη ρωτούσαμε πόσο χρονών ήταν, απαντούσε ότι όλοι μας είμαστε όσο αισθανόμαστε. Κι επειδή, αν και φοιτητής στο πανεπιστήμιο, έχω συχνά την τάση να ξεχυθώ στο πάρκο και να κάνω κούνια ή τραμπάλα, ελπίζω πως θα έχεις την ευγενή καλοσύνη να διαβάσεις το γράμμα ενός «γερασμένου» απολωλότος προβάτου. Βλέπεις, κάθε φορά που πλησιάζουν τα Χριστούγεννα κάνω έναν απολογισμό του περασμένου έτους, για να μετρήσω τα σωστά, τα λάθη μου, τα κέρδη και τις χασούρες μου. Καθώς ετοιμαζόμουν να κάνω τούτο τον απολογισμό και φέτος, συνειδητοποίησα πράγματα που με εξέπληξαν και που δεν είχα καταλάβει μέχρι τώρα. Η αφετηρία όλων προσδιορίζεται στα περσινά Χριστούγεννα.
Λίγες μέρες πριν την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, λοιπόν, πληροφορήθηκα ένα ιδιαίτερα δυσάρεστο γεγονός. Ένας παλιός μου συμμαθητής, οδηγός μοτοσικλέτας, είχε ένα ατύχημα στο δρόμο. Η δυνατή σύγκρουσή του με κάποιο τετράτροχο όχημα είχε ως αποτέλεσμα την εκτίναξή του από τη μηχανή και το χτύπημα του κεφαλιού του στην άσφαλτο. Ευτυχώς επιβίωσε, αλλά του δημιουργήθηκε ένα αιμάτωμα στον εγκέφαλο, λόγω της δυνατής προστριβής του στο έδαφος. Αυτό το αιμάτωμα, μάλιστα, επηρέασε τη μνήμη του και, όταν συνήλθε, δε θυμόταν κανένα φίλο του, κανένα μέλος της οικογένειάς του, αλλά και τίποτα από όσα είχε ζήσει μέχρι τη στιγμή του ατυχήματος. Μέσα σε μια στιγμή έγιναν όλα στάχτη αιωρούμενη στον άνεμο. Έχασε τα πάντα και, μέσα από την απώλεια μνημών, ανθρώπων και καταστάσεων, άρχισε να χάνει και τον εαυτό του.
Μπορεί να μην υπήρξε ποτέ φίλος μου, αλλά με στεναχώρησε αυτό που έμαθα για εκείνον. Ίσως να μην ένιωσα τη συμπόνια που έπρεπε –ποτέ άλλωστε δεν ήμουν και τόσο συμπονετικός άνθρωπος‒, αλλά καταλάβαινα πάρα πολύ καλά πως αυτό που βίωνε ήταν χειρότερο και από το θάνατο. Είχε μηδενίσει τη ζωή του σε μια ηλικία που, φυσιολογικά, θα έπρεπε να πλησιάζει την ακμή του και τώρα ήταν αναγκασμένος να την ξαναρχίσει, με άδεια τη φαρέτρα του από τα όπλα που του είχαν χαρίσει οι μέχρι τότε άνθρωποι και εμπειρίες του.
Ξόδεψα ένα ολόκληρο απόγευμα βυθισμένος σε αυτές μου τις σκέψεις, αλλά αποφάσισα ότι enough is enough! Έβαλα να ακούσω διάφορα χριστουγεννιάτικα τραγούδια στο ραδιόφωνο για να ξεχαστώ και πέτυχα ένα που δεν είχα ξανακούσει ποτέ. Λεγόταν «Christmas Shoes». Εσύ σίγουρα θα το ξέρεις. Είναι αυτό που μιλάει για ένα αγοράκι το οποίο ψάχνει σε ένα μαγαζί για παπούτσια για τη μητέρα του, που είναι άρρωστη στο νοσοκομείο… Και, τελικά, του τα αγοράζει ένας κύριος που το ακούει να ζητάει από τον πωλητή να βιαστεί, ώστε να την προλάβει προτού «φύγει» ξυπόλητη. Σκέφτηκα ότι αυτό το τραγούδι θα μπορούσε να είναι παραμύθι. Και μετά θυμήθηκα πως εγώ δεν πιστεύω στα παραμύθια. Όχι. Πιστεύω πάντα στην τάση των ανθρώπων να γράφουν για όσα έχουν βιώσει οι ίδιοι ή άλλοι άνθρωποι κοντά τους, ώστε να βγάζουν από μέσα τους συναισθήματα και εντυπώσεις που είναι βαριές, για να σηκωθούν από τον άνεμο του προφορικού λόγου και να χαθούν. Συνεπώς, αυτό το περιστατικό θα μπορούσε κάλλιστα να είναι αληθινό.
Επηρεασμένος, ίσως, και από όσα είχα ακούσει το ίδιο πρωινό, κοίταξα τη μητέρα μου, που λαγοκοιμόταν στον καναπέ του σαλονιού, μπροστά στην τηλεόραση, και αισθάνθηκα μεγάλη ανακούφιση, που δεν έψαχνα κι εγώ παπούτσια για εκείνη. Σε μια περίοδο της ζωής μου στην οποία είχα αρχίσει να νιώθω λιγότερο άνθρωπος από ποτέ και στην οποία αισθανόμουν πως τίποτα δεν είχε νόημα (όχι, δεν περνούσα δεύτερη εφηβεία, απλώς είχα φτάσει στο τέλος μιας πολύ δύσκολης χρονιάς!) και πως ένα κομμάτι του εαυτού μου είχε χαθεί, ένιωσα και πάλι τη ζεστασιά της ανθρωπιάς μέσα από το φόβο της απώλειας. Απώλεια οποιουδήποτε ανθρώπου είχα στη ζωή μου, είτε επειδή ήταν συγγενής μου είτε επειδή τον είχα επιλέξει και ήταν φίλος μου. Το γεγονός αυτό μού δημιούργησε αρκετά καταθλιπτική διάθεση, που κράτησε μέχρι και το βράδυ της παραμονής της Πρωτοχρονιάς.
Τα ξημερώματα της Πρωτοχρονιάς, όμως, συνέβη κάτι που τα ανέτρεψε όλα. Και την καταθλιπτική μου διάθεση και το αίσθημα του κενού μέσα μου, που προφανώς και δεν είχε παραμεριστεί στη σκέψη και μόνο ενός θλιβερού ατυχήματος και ενός χαριτωμένου τραγουδιού. Ήρθε και με βρήκε, Άγιε Βασίλη. Ήρθε και με βρήκε ακριβώς αυτό το πρόσωπο που ήταν συμπληρωματικό του προαναφερθέντος κενού και εφάρμοσε τέλεια για να μου το γεμίσει. Ήρθε και με βρήκε σε μια περίοδο που ήξερα πως ήμουν άρρωστος και η ασθένεια από την οποία έπασχα θα μπορούσε να με οδηγήσει σε μη αναστρέψιμες καταστάσεις. Ούτε και τότε κατάλαβα – θα με έλεγες και βλάκα!
Και φτάνουμε στα φετινά Χριστούγεννα. Πέρασα μια πάρα πολύ δύσκολη χρονιά. Αλλά είμαι καλά. Πρωτίστως είμαι καλά στην υγεία μου και συνακόλουθα νιώθω καλύτερα και μέσα μου. Πιο ελεύθερος, πιο ήρεμος, πιο υπομονετικός, πιο αισιόδοξος. Ακόμη κι αν κλήθηκα να αντιμετωπίσω μια δυσκολία –ίσως υπερβολικά μεγάλη για το νεαρό της ηλικίας μου‒ εσύ είχες φροντίσει, ώστε να έχω τα όπλα για να πολεμήσω.
Συλλογιζόμενος, λοιπόν, τώρα όλα τα παραπάνω, συνειδητοποίησα πράγματα που δεν είχαν περάσει ποτέ από το μυαλό μου. Ο λόγος για τον οποίο σου γράφω, επομένως, παρότι όλο αυτό το διάστημα πίστευα πως είσαι μόνο ένας μύθος, είναι ότι κατάλαβα πως, αν και εγώ αγνοούσα την ύπαρξή σου, εσύ μου έφερνες κάθε χρόνο τα δώρα μου. Κάτι που μου είναι ολοφάνερο, πλέον, καθώς αναλογίζομαι πρωτίστως τα περσινά γεγονότα και έπειτα πηγαίνοντας όλο και πιο πίσω. Είναι πολύ δύσκολο για ένα παιδί να καταλάβει ότι δεν υπάρχει Άγιος Βασίλης που να χαρίζει επιτραπέζια παιχνίδια, ποδήλατα, πατίνια και μπάλες. Είναι ακόμη πιο δύσκολο, ίσως, για έναν ενήλικα να δεχτεί ότι όχι απλώς υπάρχεις, αλλά και τα δώρα σου είναι υψίστης σημασίας. Εσύ μου το έδειξες, όμως, σε μια φάση της ζωής μου που είχαν αρχίσει όλα να σκοτεινιάζουν γύρω μου και που δεν είχα ίχνος ελπίδας μέσα μου για κάτι. Δεν μπορούσες να το έχεις κάνει πιο ξεκάθαρο: Μου έστειλες το πρωτοχρονιάτικο δώρο μου λίγες ώρες προτού ξημερώσει η πρώτη μέρα του νέου έτους και το απολάμβανα κάθε μέρα που ξυπνούσα υγιής, με τους φίλους και την οικογένειά μου δίπλα μου. Έχασα το εντυπωσιακό περιτύλιγμά του κατά τη διάρκεια του έτους, αλλά ό,τι κέρδισα από αυτό μού έχει μείνει και θα μου μείνει για πάντα (δεν πρόκειται να αναφέρω το όνομά του, εσύ κι εγώ ξέρουμε!).
Επειδή, ίσως, να σε έχω κουράσει, όμως, θα φτάσω τώρα στο διά ταύτα. Θέλω για φέτος το εξής δώρο: Να μη μου φέρεις τίποτα. Θέλω, τώρα που έχω τη γνώση στα χέρια μου, που κατανοώ πράγματα τα οποία δεν υποψιαζόμουν ποτέ, να με αφήσεις να τα χωνέψω. Χρειάζομαι χρόνο, για να εκτιμήσω όλα αυτά τα δώρα που μου έκανες τόσα χρόνια, μια και κανείς δεν εκτιμά ό,τι θεωρεί δεδομένο, παρά μόνο αν το χάσει ή αν νιώσει ότι απειλούν να του το πάρουν.
Θέλω, λοιπόν, να κοιτάξω κατάματα τον εαυτό μου στον καθρέφτη και να του χαμογελάσω, που μέσα στον τελευταίο χρόνο τον έκανες να θυμηθεί ότι, αν και είχε βυθιστεί στη μοναξιά, έχει ακόμη τις ικανότητες να αγαπήσει και να νιώσει άνθρωπος. Θέλω να χαμογελάσω, επειδή τελικά το να είναι κανείς υγιής δεν είναι και τόσο δεδομένο. Θέλω να γελάσω δυνατά και να νιώσω τη χαρά να με πλημμυρίζει που έχω δίπλα μου ανθρώπους που με αγαπάνε, με στηρίζουν και δε χάνονται από μέσα μου. Θέλω να καταλάβω για ποιο λόγο έχω όσα έχω και για ποιο λόγο δεν έχω όσα ίσως να αναζήτησα, αλλά ποτέ δεν πήρα, και, επιπροσθέτως, πόσο λίγη αξία μπορεί να έχουν αυτά που ποτέ δε μου έφερες σε σχέση με αυτά που μου έφερες. Το μόνο που ίσως επιθυμώ από σένα είναι μια χάρη: Δείξε και σε άλλους αυτό που έδειξες σε μένα. Πες τους, την επόμενη φορά που θα τους ρωτήσει κάποιος αν υπάρχει ο Άγιος Βασίλης, να μη βιαστούν να απαντήσουν. Προτού αφήσουν το «όχι» να γλιστρήσει από τα χείλη τους, να κοιτάξουν κατάματα κάποιον που αγαπούν. Ίσως τότε η σωστή απάντηση να βγει αβίαστα από μέσα τους.
Καλή Χρονιά
Στέλιος