Η τρελή piñata | Σεπτέμβριος-Οκτώβριος
Προτάσεις, σαν μπουκιές γαστριμαργικής εμπειρίας! [Β' Μέρος]
Η δυνατότητα να κάνουμε ταξίδια προσφέρεται σε όλη τη διάρκεια του χρόνου. Οπότε θα αποφύγω να πω και να ’μαστε πάλι εδώ… Θα ακουστεί κοινότυπο και ίσως κάποιοι να μην κατάφεραν να πάνε κάπου. Μπορούμε άλλωστε να ταξιδεύουμε με πολλούς τρόπους, πραγματικά και νοητά. Έτσι το πρώτο μέρος των ταινιών, όπου θίγονται ζητήματα ανθρώπινων παθών, πολύπλοκων καταστάσεων και φορτισμένης ιστορίας λαών, θα αποτελέσει τον οίστρο του προβληματισμού, ο οποίος δεν αποφεύγεται και ούτε θα έπρεπε. Το δεύτερο, όμως, των βιβλίων, που αφορά ακόμα πιο άμεσα τη γεύση, θα υποστηρίξει την ομαλή μετάβαση για μία καλύτερη συνέχεια ως προς τη χώνεψη των συλλογισμών και των πεπραγμένων, πόσο μάλλον εφόσον, συνοδεία μουσικής στο τρίτο μέρος, η γεύση διεγείρει τις αισθήσεις και φέρνει κοντά τους ανθρώπους! Ιδέες για φαγητό, επομένως, από τόπους στους οποίους όσοι είχαν την τύχη να απολαύσουν διακοπές μπορεί να βρέθηκαν, και εδώ ίσως θυμηθούν ό,τι βρήκαν σε κάποια από τις διαδρομές τους. Για τους υπόλοιπους θα γίνει αφορμή για νοητά ταξίδια ή για την κατάστρωση μελλοντικών σχεδίων, καθώς ορισμένοι προορισμοί προσφέρονται για εξορμήσεις σε κάθε εποχή του χρόνου, και η ελπίδα δεν πεθαίνει τελευταία, απλώς ξεφεύγει πάντα την τελευταία στιγμή…
Τα ταξίδια δεν τελειώνουν άλλωστε… Κάθε μέρα ανοίγει ένα παράθυρο για κάτι καινούριο που έρχεται. Αρκεί να συγκεντρωθούμε, για να δούμε και το καινούριο και το παράθυρο!
Σε αυτό το δίμηνο Σεπτεμβρίου-Οκτωβρίου η τρελή piñata σπάζοντας σας προσφέρει λιχουδιές και ευχές για καλές διαδρομές με υγεία! Δε φαντάζομαι να λείψει κανείς…
Τα ταξίδια δεν τελειώνουν άλλωστε… Κάθε μέρα ανοίγει ένα παράθυρο για κάτι καινούριο που έρχεται. Αρκεί να συγκεντρωθούμε, για να δούμε και το καινούριο και το παράθυρο!
Σε αυτό το δίμηνο Σεπτεμβρίου-Οκτωβρίου η τρελή piñata σπάζοντας σας προσφέρει λιχουδιές και ευχές για καλές διαδρομές με υγεία! Δε φαντάζομαι να λείψει κανείς…
Ταινίες
Sabbato, Domenica e Lunedì (1990)
(Σάββατο, Κυριακή και Δευτέρα)
Σκηνοθέτης: Λίνα Βερτμίλερ
Γλώσσα: Ιταλικά
Ηθοποιοί: Σοφία Λόρεν, Λούκα ντε Φιλίπο, Αλεσάντρα Μουσολίνι κ.ά.
Περιγραφή
Το ναπολετάνικο ραγού που μαγείρευε η Σοφία Λόρεν στο «Χτες, Σήμερα, Αύριο» του Εντουάρντο Ντε Φιλίπο γίνεται αφορμή για την αφήγηση της ιστορίας και αποτελεί λόγο διένεξης σε πολλές περιπτώσεις. Σηκώνει τσακωμό, για παράδειγμα, στην ταινία το θέμα για την πιο σωστή και ραφινάτη συνταγή για ραγού. Όλη η ιστορία σχεδόν εκτυλίσσεται μέσα στην κουζίνα, γύρω από το τραπέζι και την προετοιμασία του κυριακάτικου αυτού πιάτου. Μέχρι που φτάνουμε στην Κυριακή, την ημέρα του οικογενειακού γεύματος, όπου κορυφώνονται οι αντιθέσεις, οι παρεξηγήσεις και οι διασταυρώσεις των καταστάσεων έως τη λύση.
Βρισκόμαστε στο Ποτσουόλι του 1934. Στο επίκεντρο ένας γάμος σε κρίση με τη Ρόζα να περνάει τον Πεπίνο κάποια χρόνια. Ο Πεπίνο δούλευε υπάλληλος στο καπελάδικο του πατέρα της όπου γνωρίστηκαν. Παντρεύτηκαν από πάθος, παρότι ήταν ο ίδιος λογοδοσμένος και εκείνη αρραβωνιασμένη με κάποιον άλλο. Ο πατέρας της πάντα τον υποτιμούσε, ενώ είχε αδυναμία στον ένα του εγγονό. Το αντρόγυνο, παρ’ όλα τα προβλήματα και τις αντιθέσεις, για 30 χρόνια ήταν σαν δύο αρραβωνιασμένα πιτσούνια, ενώ τώρα επί τρεις μήνες κάτι δεν πάει καλά…
Ο τρόπος διαχείρισης των καταστάσεων, όμως, κάνει όλη τη διαφορά:
«Τα χταποδάκια είναι πάρα πολύ ευαίσθητα. Αν δεν τους συμπεριφέρεστε καλά, γίνονται γκρι. Αλλάζουν χρώμα, γιατί προσβάλλονται. Αν, όμως, τους συμπεριφέρεστε καλά, ακόμα καλύτερα αν τα χαϊδεύετε γλυκά γλυκά, σιγά σιγά, ροδίζουν, αλλάζουν χρώμα».
Το ραγού βράζει αργά αργά ώρες ολόκληρες για το κυριακάτικο τραπέζι. Όταν καταφθάνει είναι μεγάλη υπόθεση και τότε επικρατεί «η ησυχία του ραγού» και της απόλαυσης! «Η μυρωδιά του είναι σαν άρωμα, φέρνει στο μυαλό μέρη, ανθρώπους, εποχές. Αν δε βράζει το ραγού, δεν μπορείς ποτέ να πεις ότι είναι Κυριακή. Όταν, πάλι, είναι κρύο, σημαίνει πως είναι Δευτέρα». Ακόμα και για τις ψυχές που έφυγαν το ραγού αποτελεί επιθυμία. Δεν περιορίζονται όμως μόνο σε αυτό. Αναζητούν μακαρονάδα σισιλιάνα και οι μελλοντολογικές τους προβλέψεις αφορούν γλυκές μελιτζάνες περασμένες στο τηγάνι, ενώ την Κυριακή έχει την τιμητική της η κασάτα σισιλιάνα ως γλυκό της αμαρτίας. Η αυθεντική κασάτα, πληροφοριακά, αποτελεί λιχουδιά εξαίσια. Αλλά τώρα τρων τα μάτια ψάρια και η φαντασία περίδρομο!
Αισιοδοξούμε, όπως και οι ήρωες της ταινίας, καθώς όπου δε χωράει λογική μπαίνουν τα πνεύματα και η μεταφυσική… Στην ταινία, αυτήν τη διάσταση εκφράζει το τρίο των γραιών, μεταξύ των οποίων και η Πουπέλα Μάτζιο (Pupella Maggio). Γίνονται ευχάριστη νότα, συμμετέχοντας στην αφήγηση, όχι ως σκετς-ιντερμέδια, αλλά αποφορτίζοντας ελαφρώς το δράμα της υπόθεσης.
Βλέπουμε ανάγλυφα τις ιδιαιτερότητες της ναπολετάνικης ιδιοσυγκρασίας στο έργο, που μπορεί σε κάποιον ξένο να φανούν υπερβολικές ή ακατανόητες ακόμα… Καντάδες έξω από μία κρεβατοκάμαρα μες στο σπίτι, ένας διευθυντής τράπεζας που τις Κυριακές υποδύεται το λαϊκό χαρακτήρα της Νάπολης, την Pulcinella, κάτι αντίστοιχο με τον Καραγκιόζη, αλλά πιο κοντά στο κουκλοθέατρο και στην commedia dell’arte από το θέατρο σκιών, άντρες μερακλήδες που μαγειρεύουν φιλοσοφώντας πάνω από το τηγάνι. Μία ενδιαφέρουσα αντίφαση σε σχέση με τη θέση της γυναίκας.
Θίγεται, επίσης, το διαχρονικό θέμα των προστριβών που επιφέρει η διαφορά των γενεών, όπου τα δράματα των μεγάλων περνούν στους νέους ως αντικείμενο διασκέδασης. Όπως θίγονται και τα συναισθηματικά πάθη. Η ζήλια «è una brutta bestia», είναι ένα άσχημο τέρας. Βέβαια υπάρχει και μία άλλη ερμηνεία εδώ για τους Ναπολετάνους, σύμφωνα με την οποία ο καθένας κυριαρχείται από δύο θεούς, τον Απόλλωνα (αρμονία) και το Διόνυσο (υπερβολή, ηφαίστειο, φωτιά). Οπότε βρίσκονται μεταξύ αρμονίας και σύγχυσης, ταραχής. Να μην ξεχνάμε ότι Νάπολη σημαίνει νέα πόλη και αποτελούσε στην Αρχαιότητα μέρος της Μεγάλης Ελλάδας. Ο χαρακτήρας του καθηγητή στο έργο κάνει διαρκώς τέτοιες αναφορές.
Προσέχοντας θεατρικά κάθε λεπτομέρεια έγραψε το έργο ο Εντουάρντο ντε Φιλίπο. Με πολύ ωραίο τρόπο περνά την ανάγκη επικοινωνίας και το πόσο κάτι μικρό μπορεί να κρύβει μία αλυσίδα καταστάσεων πίσω του, που, όταν παραμένουν ανείπωτες, αποκτούν τεράστιες διαστάσεις. Στο δράμα, στην ευαισθησία, στο γλυκόπικρο χιούμορ και στον τρόπο που είναι διαρθρωμένες οι σκηνές αναγνωρίζεται το ύφος του Εντουάρντο ντε Φιλίπο.
Οι ατάκες που κρατάω:
«Όταν κάποιος εκφράζει πικρίες, μένει ένα κενό μέσα του πιο πικρό από τις πικρίες».
και
Τη φωνή της ελπίδας μες στο χάος: «Μην ανησυχείτε, γιατί τα πράγματα δεν είναι ποτέ τόσο καταστροφικά όσο φαίνονται».
(Σάββατο, Κυριακή και Δευτέρα)
Σκηνοθέτης: Λίνα Βερτμίλερ
Γλώσσα: Ιταλικά
Ηθοποιοί: Σοφία Λόρεν, Λούκα ντε Φιλίπο, Αλεσάντρα Μουσολίνι κ.ά.
Περιγραφή
Το ναπολετάνικο ραγού που μαγείρευε η Σοφία Λόρεν στο «Χτες, Σήμερα, Αύριο» του Εντουάρντο Ντε Φιλίπο γίνεται αφορμή για την αφήγηση της ιστορίας και αποτελεί λόγο διένεξης σε πολλές περιπτώσεις. Σηκώνει τσακωμό, για παράδειγμα, στην ταινία το θέμα για την πιο σωστή και ραφινάτη συνταγή για ραγού. Όλη η ιστορία σχεδόν εκτυλίσσεται μέσα στην κουζίνα, γύρω από το τραπέζι και την προετοιμασία του κυριακάτικου αυτού πιάτου. Μέχρι που φτάνουμε στην Κυριακή, την ημέρα του οικογενειακού γεύματος, όπου κορυφώνονται οι αντιθέσεις, οι παρεξηγήσεις και οι διασταυρώσεις των καταστάσεων έως τη λύση.
Βρισκόμαστε στο Ποτσουόλι του 1934. Στο επίκεντρο ένας γάμος σε κρίση με τη Ρόζα να περνάει τον Πεπίνο κάποια χρόνια. Ο Πεπίνο δούλευε υπάλληλος στο καπελάδικο του πατέρα της όπου γνωρίστηκαν. Παντρεύτηκαν από πάθος, παρότι ήταν ο ίδιος λογοδοσμένος και εκείνη αρραβωνιασμένη με κάποιον άλλο. Ο πατέρας της πάντα τον υποτιμούσε, ενώ είχε αδυναμία στον ένα του εγγονό. Το αντρόγυνο, παρ’ όλα τα προβλήματα και τις αντιθέσεις, για 30 χρόνια ήταν σαν δύο αρραβωνιασμένα πιτσούνια, ενώ τώρα επί τρεις μήνες κάτι δεν πάει καλά…
Ο τρόπος διαχείρισης των καταστάσεων, όμως, κάνει όλη τη διαφορά:
«Τα χταποδάκια είναι πάρα πολύ ευαίσθητα. Αν δεν τους συμπεριφέρεστε καλά, γίνονται γκρι. Αλλάζουν χρώμα, γιατί προσβάλλονται. Αν, όμως, τους συμπεριφέρεστε καλά, ακόμα καλύτερα αν τα χαϊδεύετε γλυκά γλυκά, σιγά σιγά, ροδίζουν, αλλάζουν χρώμα».
Το ραγού βράζει αργά αργά ώρες ολόκληρες για το κυριακάτικο τραπέζι. Όταν καταφθάνει είναι μεγάλη υπόθεση και τότε επικρατεί «η ησυχία του ραγού» και της απόλαυσης! «Η μυρωδιά του είναι σαν άρωμα, φέρνει στο μυαλό μέρη, ανθρώπους, εποχές. Αν δε βράζει το ραγού, δεν μπορείς ποτέ να πεις ότι είναι Κυριακή. Όταν, πάλι, είναι κρύο, σημαίνει πως είναι Δευτέρα». Ακόμα και για τις ψυχές που έφυγαν το ραγού αποτελεί επιθυμία. Δεν περιορίζονται όμως μόνο σε αυτό. Αναζητούν μακαρονάδα σισιλιάνα και οι μελλοντολογικές τους προβλέψεις αφορούν γλυκές μελιτζάνες περασμένες στο τηγάνι, ενώ την Κυριακή έχει την τιμητική της η κασάτα σισιλιάνα ως γλυκό της αμαρτίας. Η αυθεντική κασάτα, πληροφοριακά, αποτελεί λιχουδιά εξαίσια. Αλλά τώρα τρων τα μάτια ψάρια και η φαντασία περίδρομο!
Αισιοδοξούμε, όπως και οι ήρωες της ταινίας, καθώς όπου δε χωράει λογική μπαίνουν τα πνεύματα και η μεταφυσική… Στην ταινία, αυτήν τη διάσταση εκφράζει το τρίο των γραιών, μεταξύ των οποίων και η Πουπέλα Μάτζιο (Pupella Maggio). Γίνονται ευχάριστη νότα, συμμετέχοντας στην αφήγηση, όχι ως σκετς-ιντερμέδια, αλλά αποφορτίζοντας ελαφρώς το δράμα της υπόθεσης.
Βλέπουμε ανάγλυφα τις ιδιαιτερότητες της ναπολετάνικης ιδιοσυγκρασίας στο έργο, που μπορεί σε κάποιον ξένο να φανούν υπερβολικές ή ακατανόητες ακόμα… Καντάδες έξω από μία κρεβατοκάμαρα μες στο σπίτι, ένας διευθυντής τράπεζας που τις Κυριακές υποδύεται το λαϊκό χαρακτήρα της Νάπολης, την Pulcinella, κάτι αντίστοιχο με τον Καραγκιόζη, αλλά πιο κοντά στο κουκλοθέατρο και στην commedia dell’arte από το θέατρο σκιών, άντρες μερακλήδες που μαγειρεύουν φιλοσοφώντας πάνω από το τηγάνι. Μία ενδιαφέρουσα αντίφαση σε σχέση με τη θέση της γυναίκας.
Θίγεται, επίσης, το διαχρονικό θέμα των προστριβών που επιφέρει η διαφορά των γενεών, όπου τα δράματα των μεγάλων περνούν στους νέους ως αντικείμενο διασκέδασης. Όπως θίγονται και τα συναισθηματικά πάθη. Η ζήλια «è una brutta bestia», είναι ένα άσχημο τέρας. Βέβαια υπάρχει και μία άλλη ερμηνεία εδώ για τους Ναπολετάνους, σύμφωνα με την οποία ο καθένας κυριαρχείται από δύο θεούς, τον Απόλλωνα (αρμονία) και το Διόνυσο (υπερβολή, ηφαίστειο, φωτιά). Οπότε βρίσκονται μεταξύ αρμονίας και σύγχυσης, ταραχής. Να μην ξεχνάμε ότι Νάπολη σημαίνει νέα πόλη και αποτελούσε στην Αρχαιότητα μέρος της Μεγάλης Ελλάδας. Ο χαρακτήρας του καθηγητή στο έργο κάνει διαρκώς τέτοιες αναφορές.
Προσέχοντας θεατρικά κάθε λεπτομέρεια έγραψε το έργο ο Εντουάρντο ντε Φιλίπο. Με πολύ ωραίο τρόπο περνά την ανάγκη επικοινωνίας και το πόσο κάτι μικρό μπορεί να κρύβει μία αλυσίδα καταστάσεων πίσω του, που, όταν παραμένουν ανείπωτες, αποκτούν τεράστιες διαστάσεις. Στο δράμα, στην ευαισθησία, στο γλυκόπικρο χιούμορ και στον τρόπο που είναι διαρθρωμένες οι σκηνές αναγνωρίζεται το ύφος του Εντουάρντο ντε Φιλίπο.
Οι ατάκες που κρατάω:
«Όταν κάποιος εκφράζει πικρίες, μένει ένα κενό μέσα του πιο πικρό από τις πικρίες».
και
Τη φωνή της ελπίδας μες στο χάος: «Μην ανησυχείτε, γιατί τα πράγματα δεν είναι ποτέ τόσο καταστροφικά όσο φαίνονται».
Fried Green Tomatoes (1991)
(Πράσινες τηγανητές ντομάτες)
Σκηνοθέτης: Τζον Άβνετ
Γλώσσα: Αγγλικά
Ηθοποιοί: Κάθι Μπέιτς, Μαίρη Στιούαρτ Μάστερσον, Τζέσικα Τάντι κ.ά.
Περιγραφή
Η ταινία είναι βασισμένη στο μυθιστόρημα της Φάνι Φλαγκ. Κινείται σε δύο επίπεδα χρονικά, το παρόν και το παρελθόν, που αφηγηματικά κινούνται παράλληλα με ανάλογο ενδιαφέρον. Μία νέα γυναίκα, η Έβελιν, μετά την πρώτη της νιότη, σε ένα γάμο ελαφρώς λιμνάζοντα, έχει βρει καταφύγιο στο φαγητό και τα συσκευασμένα σοκολατοειδή. Έχει, όμως, και την «τύχη» μες στην αναποδιά να μην τη συμπαθεί η θεία του άντρα της, που επισκέπτονται στο γηροκομείο. Έτσι, γνωρίζει μία άλλη ένοικο, τη Νίνι, η οποία δεν έχει ποτέ επισκέπτες. Αυτή η γνωριμία στέκεται αφορμή για να αλλάξει η ίδια τη ζωή της. Πλέον οι επισκέψεις της εκεί αποκτούν νόημα, καθώς η Νίνι αρχίζει την αφήγηση μίας ιστορίας από το παρελθόν για την Ίτζι ή Τογουάντα ή γητεύτρια μελισσών και τη Ρουθ, δύο γυναίκες του Νότου, που παρ’ όλες τις δυσκολίες ανέλαβαν την ευθύνη του εαυτού τους και ακολούθησαν το δρόμο τους με γενναιότητα και με στήριγμα τη δύναμη της φιλίας. Η αφήγηση του παρελθόντος αρχίζει από το τέλος του Α’ Πολέμου στο Νότο, όταν η Ίτζι έχασε τον αδελφό της, γεγονός που καθόρισε όλη τη μετέπειτα πορεία της.
«Μία καρδιά, ξέρεις, μπορεί να σπάσει, αλλά συνεχίζει να χτυπά».
Αυτό ωθεί την Έβελιν να δει διαφορετικά τη ζωή της, προσπαθώντας να αλλάξει το γάμο της και κυρίως να βελτιώσει τον εαυτό της.
«Όλοι χρειάζονται ένα θαύμα στη ζωή τους, κάτι που θα έρθει να αλλάξει τα συνηθισμένα» ακούστηκε από την τηλεόραση, στην οποία αποχαυνωνόταν ο άντρας της και έχανε την επαφή μαζί της, όταν διακόπηκε η μετάδοση του αγώνα. Και συνέβη!
Οι πράσινες τηγανητές ντομάτες ήταν το ντελικατέσεν στο καφέ που άνοιξαν μαζί η Ίτζι και η Ρουθ όταν αποφάσισαν και πάλι να ενώσουν τα μονοπάτια τους και να ζήσουν μαζί μέσα από μία συγκρουσιακή και δοκιμασμένη σχέση. Γιατί στο μεταξύ η Ρουθ, που ήταν ερωτευμένη με το χαμένο αδελφό της Ίτζι, είχε παντρευτεί έναν άντρα ο οποίος την κακομεταχειριζόταν, και με τη βοήθεια της φίλης της τον εγκατέλειψε. Η ταινία θίγει το θέμα της χειραφέτησης των γυναικών όχι μόνο για το παρελθόν, αλλά και για το παρόν στο πρόσωπο της Έβελιν, που κάνει την Τογουάντα σύμβολό της και στο όνομά της πραγματοποιεί μεγάλα για την ίδια βήματα. Επίσης θίγει τη στενή σχέση που ανέπτυσσαν κάποιες οικογένειες ή μέλη οικογενειών στον αμερικάνικο νότο με Αφροαμερικάνους, οι οποίοι από γενιά σε γενιά ζούσαν μαζί τους.
Το φαγητό εδώ ήταν ένας τρόπος για να ξεχάσει η Έβελιν τα προβλήματά της πριν αποφασίσει να τα αντιμετωπίσει. Για το σύζυγό της είχε γίνει μάλλον μία συνήθεια, ξεφεύγοντας και από την απόλαυση, καθώς έτρωγε ασυναίσθητα μπροστά στην τηλεόραση. Ενώ για την Ίτζι και τη Ρουθ σήμανε την απελευθέρωση, τόσο με το άνοιγμα του καφέ ‒ εστιατορίου και τα αθώα τους παιχνίδια αλευροπόλεμου όσο και από κάθε άλλη άποψη. Όταν κάτι δε μας αρέσει, άλλωστε, και εφόσον περνά από το χέρι μας, δεν έχουμε παρά να το αλλάξουμε. Έτσι τουλάχιστον ισχυρίζεται η Έβελιν:
«Μου έβαλε έναν καθρέπτη μπροστά και δε μου άρεσε καθόλου ό,τι είδα. Και ξέρεις τι έκανα; Άλλαξα!».
Η ταινία κέρδισε το 1992 υποψηφιότητες για Όσκαρ Καλύτερου Β’ Γυναικείου Ρόλου και Καλύτερου Διασκευασμένου Σεναρίου.
(Πράσινες τηγανητές ντομάτες)
Σκηνοθέτης: Τζον Άβνετ
Γλώσσα: Αγγλικά
Ηθοποιοί: Κάθι Μπέιτς, Μαίρη Στιούαρτ Μάστερσον, Τζέσικα Τάντι κ.ά.
Περιγραφή
Η ταινία είναι βασισμένη στο μυθιστόρημα της Φάνι Φλαγκ. Κινείται σε δύο επίπεδα χρονικά, το παρόν και το παρελθόν, που αφηγηματικά κινούνται παράλληλα με ανάλογο ενδιαφέρον. Μία νέα γυναίκα, η Έβελιν, μετά την πρώτη της νιότη, σε ένα γάμο ελαφρώς λιμνάζοντα, έχει βρει καταφύγιο στο φαγητό και τα συσκευασμένα σοκολατοειδή. Έχει, όμως, και την «τύχη» μες στην αναποδιά να μην τη συμπαθεί η θεία του άντρα της, που επισκέπτονται στο γηροκομείο. Έτσι, γνωρίζει μία άλλη ένοικο, τη Νίνι, η οποία δεν έχει ποτέ επισκέπτες. Αυτή η γνωριμία στέκεται αφορμή για να αλλάξει η ίδια τη ζωή της. Πλέον οι επισκέψεις της εκεί αποκτούν νόημα, καθώς η Νίνι αρχίζει την αφήγηση μίας ιστορίας από το παρελθόν για την Ίτζι ή Τογουάντα ή γητεύτρια μελισσών και τη Ρουθ, δύο γυναίκες του Νότου, που παρ’ όλες τις δυσκολίες ανέλαβαν την ευθύνη του εαυτού τους και ακολούθησαν το δρόμο τους με γενναιότητα και με στήριγμα τη δύναμη της φιλίας. Η αφήγηση του παρελθόντος αρχίζει από το τέλος του Α’ Πολέμου στο Νότο, όταν η Ίτζι έχασε τον αδελφό της, γεγονός που καθόρισε όλη τη μετέπειτα πορεία της.
«Μία καρδιά, ξέρεις, μπορεί να σπάσει, αλλά συνεχίζει να χτυπά».
Αυτό ωθεί την Έβελιν να δει διαφορετικά τη ζωή της, προσπαθώντας να αλλάξει το γάμο της και κυρίως να βελτιώσει τον εαυτό της.
«Όλοι χρειάζονται ένα θαύμα στη ζωή τους, κάτι που θα έρθει να αλλάξει τα συνηθισμένα» ακούστηκε από την τηλεόραση, στην οποία αποχαυνωνόταν ο άντρας της και έχανε την επαφή μαζί της, όταν διακόπηκε η μετάδοση του αγώνα. Και συνέβη!
Οι πράσινες τηγανητές ντομάτες ήταν το ντελικατέσεν στο καφέ που άνοιξαν μαζί η Ίτζι και η Ρουθ όταν αποφάσισαν και πάλι να ενώσουν τα μονοπάτια τους και να ζήσουν μαζί μέσα από μία συγκρουσιακή και δοκιμασμένη σχέση. Γιατί στο μεταξύ η Ρουθ, που ήταν ερωτευμένη με το χαμένο αδελφό της Ίτζι, είχε παντρευτεί έναν άντρα ο οποίος την κακομεταχειριζόταν, και με τη βοήθεια της φίλης της τον εγκατέλειψε. Η ταινία θίγει το θέμα της χειραφέτησης των γυναικών όχι μόνο για το παρελθόν, αλλά και για το παρόν στο πρόσωπο της Έβελιν, που κάνει την Τογουάντα σύμβολό της και στο όνομά της πραγματοποιεί μεγάλα για την ίδια βήματα. Επίσης θίγει τη στενή σχέση που ανέπτυσσαν κάποιες οικογένειες ή μέλη οικογενειών στον αμερικάνικο νότο με Αφροαμερικάνους, οι οποίοι από γενιά σε γενιά ζούσαν μαζί τους.
Το φαγητό εδώ ήταν ένας τρόπος για να ξεχάσει η Έβελιν τα προβλήματά της πριν αποφασίσει να τα αντιμετωπίσει. Για το σύζυγό της είχε γίνει μάλλον μία συνήθεια, ξεφεύγοντας και από την απόλαυση, καθώς έτρωγε ασυναίσθητα μπροστά στην τηλεόραση. Ενώ για την Ίτζι και τη Ρουθ σήμανε την απελευθέρωση, τόσο με το άνοιγμα του καφέ ‒ εστιατορίου και τα αθώα τους παιχνίδια αλευροπόλεμου όσο και από κάθε άλλη άποψη. Όταν κάτι δε μας αρέσει, άλλωστε, και εφόσον περνά από το χέρι μας, δεν έχουμε παρά να το αλλάξουμε. Έτσι τουλάχιστον ισχυρίζεται η Έβελιν:
«Μου έβαλε έναν καθρέπτη μπροστά και δε μου άρεσε καθόλου ό,τι είδα. Και ξέρεις τι έκανα; Άλλαξα!».
Η ταινία κέρδισε το 1992 υποψηφιότητες για Όσκαρ Καλύτερου Β’ Γυναικείου Ρόλου και Καλύτερου Διασκευασμένου Σεναρίου.
Jamon Jamon (1992)
Σκηνοθέτης: Μπίγκας Λούνα
Γλώσσα: Ισπανικά
Ηθοποιοί: Πενέλοπε Κρουζ, Χαβιέ Μπαρδέμ, Στεφανία Σαντρέλι κ.ά.
Περιγραφή
Η Σίλβια είναι μία εργάτρια σε ένα εργοστάσιο εσωρούχων. Μένει έγκυος από το γιο του αφεντικού της και στέλεχος του εργοστασίου, ο οποίος θέλει να την παντρευτεί, αλλά του δημιουργεί προσκόμματα η μητέρα του με κάθε τρόπο. Σταδιακά, μέσα από μία πλοκή με διάσπαρτες κωμικές στιγμές, προκύπτουν οι σχέσεις των προσώπων μεταξύ τους, με τον εαυτό τους, οι απρόσμενες διαπλοκές, το λίγο και το πολύ τους, καταλήγοντας σε ένα τέλος τραγικό. Στην ταινία κυριαρχούν διάφορες μορφές ερωτικού πάθους, που εκφράζονται και μέσα από το φαγητό, τις γεύσεις και τις μυρωδιές. Το σκόρδο, η ομελέτα, η παέγια, και το jamon (χαμόν) κυριαρχούν. Το σκόρδο ιδίως έχει παραδόξως την τιμητική του στις ερωτικές σκηνές. Στο τέλος, το jamon, το ισπανικό αλλαντικό που μοιάζει με το ιταλικό προσούτο, πρωταγωνιστεί αποκτώντας νέα διάσταση από άποψη χρησιμότητας.
Οι δύο νεαροί πρωταγωνιστές, Πενέλοπε Κρουζ και Χαβιέ Μπαρδέμ, που συναντιούνται για πρώτη φορά εδώ κινηματογραφικά, προβάλλουν το ταλέντο τους. Ο Μπαρδέμ, μάλιστα, κέρδισε τρία βραβεία για την ερμηνεία του. Η ταινία προσφέρει την ευκαιρία για ανάπτυξη ερμηνειών, καθώς συνδυάζει διάφορα στοιχεία. Η τρέλα της νιότης, η δυναμική και η ορμή της άλλοτε ευνουχίζονται και άλλοτε πυροδοτούνται, προκειμένου να γίνουν υποχείριο βλέψεων και ορέξεων. Έχει ενδιαφέρον ο ανταγωνισμός των γενεών και η συγκρουσιακή συνύπαρξή τους, που καταλήγουν σε μία πάλη ανάλογη μεταφορικά με το να τρώνε τις σάρκες τους. Πρόκειται όμως για μία πάλη χωρίς νικητή, της οποίας μόνη η επιδίωξη, πόσο μάλλον η πραγματοποίηση, παραμένουν τελικά μία ανοιχτή πληγή για όλους.
Η ταινία κέρδισε βραβεία και υποψηφιότητες σε διάφορα φεστιβάλ.
Σκηνοθέτης: Μπίγκας Λούνα
Γλώσσα: Ισπανικά
Ηθοποιοί: Πενέλοπε Κρουζ, Χαβιέ Μπαρδέμ, Στεφανία Σαντρέλι κ.ά.
Περιγραφή
Η Σίλβια είναι μία εργάτρια σε ένα εργοστάσιο εσωρούχων. Μένει έγκυος από το γιο του αφεντικού της και στέλεχος του εργοστασίου, ο οποίος θέλει να την παντρευτεί, αλλά του δημιουργεί προσκόμματα η μητέρα του με κάθε τρόπο. Σταδιακά, μέσα από μία πλοκή με διάσπαρτες κωμικές στιγμές, προκύπτουν οι σχέσεις των προσώπων μεταξύ τους, με τον εαυτό τους, οι απρόσμενες διαπλοκές, το λίγο και το πολύ τους, καταλήγοντας σε ένα τέλος τραγικό. Στην ταινία κυριαρχούν διάφορες μορφές ερωτικού πάθους, που εκφράζονται και μέσα από το φαγητό, τις γεύσεις και τις μυρωδιές. Το σκόρδο, η ομελέτα, η παέγια, και το jamon (χαμόν) κυριαρχούν. Το σκόρδο ιδίως έχει παραδόξως την τιμητική του στις ερωτικές σκηνές. Στο τέλος, το jamon, το ισπανικό αλλαντικό που μοιάζει με το ιταλικό προσούτο, πρωταγωνιστεί αποκτώντας νέα διάσταση από άποψη χρησιμότητας.
Οι δύο νεαροί πρωταγωνιστές, Πενέλοπε Κρουζ και Χαβιέ Μπαρδέμ, που συναντιούνται για πρώτη φορά εδώ κινηματογραφικά, προβάλλουν το ταλέντο τους. Ο Μπαρδέμ, μάλιστα, κέρδισε τρία βραβεία για την ερμηνεία του. Η ταινία προσφέρει την ευκαιρία για ανάπτυξη ερμηνειών, καθώς συνδυάζει διάφορα στοιχεία. Η τρέλα της νιότης, η δυναμική και η ορμή της άλλοτε ευνουχίζονται και άλλοτε πυροδοτούνται, προκειμένου να γίνουν υποχείριο βλέψεων και ορέξεων. Έχει ενδιαφέρον ο ανταγωνισμός των γενεών και η συγκρουσιακή συνύπαρξή τους, που καταλήγουν σε μία πάλη ανάλογη μεταφορικά με το να τρώνε τις σάρκες τους. Πρόκειται όμως για μία πάλη χωρίς νικητή, της οποίας μόνη η επιδίωξη, πόσο μάλλον η πραγματοποίηση, παραμένουν τελικά μία ανοιχτή πληγή για όλους.
Η ταινία κέρδισε βραβεία και υποψηφιότητες σε διάφορα φεστιβάλ.
Τhe Last Supper (1995)
Σκηνοθέτης: Στέισι Τάιτλ
Γλώσσα: Αγγλικά
Ηθοποιοί: Κάμερον Ντίαζ, Ρον Έλνταρντ, Άναμπεθ Γκις, Μπιλ Πάξτον κ.ά.
Περιγραφή
Μία παρέα φοιτητών και συγκατοίκων με φιλελεύθερες απόψεις καλλιέργησαν τη συνήθεια να καλούν κάποιον κάθε Κυριακή σε δείπνο, έτσι ώστε να προσφέρεται η ευκαιρία για μία ανοιχτόμυαλη και δημιουργική συζήτηση. Κάποιο βράδυ, όμως, ένας από τους συγκατοίκους φέρνει έναν άγνωστο, επειδή το αυτοκίνητό του έπαθε βλάβη και ακινητοποιήθηκε εκεί. Τον προσκαλούν για φαγητό και πάνω στη συζήτηση αυτός αρχίζει να τους προσβάλλει. Αποδεικνύεται γρήγορα πως όχι μόνο υποστηρίζει φανατικά ρατσιστικές και ναζιστικές ιδέες, αλλά επιτίθεται σε κάποιους συνδαιτυμόνες και τους τραυματίζει. Ως συνέπεια αυτού αντιδρούν ανάλογα και τον σκοτώνουν. Εκεί βλέπουμε τις αντιδράσεις του καθένα, όπου άλλος παραμένει ψύχραιμος, άλλος προσπαθεί να τα κουκουλώσει, άλλος καταρρέει. Στο τέλος, όμως, αποφασίζουν ότι υπάρχουν πολλοί τέτοιοι επικίνδυνοι τύποι εκεί έξω και ότι ο κόσμος πρέπει να απαλλαχτεί από την παρουσία τους, γιατί θα μπορούσε εν δυνάμει να κρύβεται ανάμεσά τους ένας ακόμα Χίτλερ. Έτσι, αντί να καλούν κάποιον για ευχάριστη συζήτηση, αρχίζουν να καλούν στοχευμένα το επόμενο κάθε φορά θύμα τους, δηλητηριάζοντάς το με αρσενικό και θάβοντας μετά το πτώμα στην πίσω αυλή του σπιτιού. Πάνω στους τάφους καλλιεργούν ντοματιές, για να καλύπτουν τους όγκους, από τις οποίες γεμίζουν με σάλτσα ντομάτας βαζάκια και ντουλάπια, για να συνοδέψουν το τελευταίο γεύμα του εκάστοτε επόμενου θύματος. Τα πράγματα, όμως, αρχίζουν και περιπλέκονται όταν παράλληλα κινείται μία υπόθεση εξαφάνισης και το γεγονός ότι κάποια από τα παιδιά της παρέας αναρωτιούνται μήπως η πρακτική τούς εξομοιώνει με όποιους μάλλον αυθαίρετα εξαφανίζουν.
Αποκτά ενδιαφέρον η υπόθεση μόλις οι ίδιοι γίνονται ακόμα πιο απόλυτοι και ακραίοι από όσους επιλέγουν να στείλουν στον άλλον κόσμο.
«Παραδεχτείτε το», τους λέει ένα υποψήφιο θύμα, που φαίνεται προς στιγμήν πιο μετριοπαθές, «ακόμα και εσείς οι πέντε δεν μπορεί να συμφωνείτε πάντα σε όλα».
Σκηνοθέτης: Στέισι Τάιτλ
Γλώσσα: Αγγλικά
Ηθοποιοί: Κάμερον Ντίαζ, Ρον Έλνταρντ, Άναμπεθ Γκις, Μπιλ Πάξτον κ.ά.
Περιγραφή
Μία παρέα φοιτητών και συγκατοίκων με φιλελεύθερες απόψεις καλλιέργησαν τη συνήθεια να καλούν κάποιον κάθε Κυριακή σε δείπνο, έτσι ώστε να προσφέρεται η ευκαιρία για μία ανοιχτόμυαλη και δημιουργική συζήτηση. Κάποιο βράδυ, όμως, ένας από τους συγκατοίκους φέρνει έναν άγνωστο, επειδή το αυτοκίνητό του έπαθε βλάβη και ακινητοποιήθηκε εκεί. Τον προσκαλούν για φαγητό και πάνω στη συζήτηση αυτός αρχίζει να τους προσβάλλει. Αποδεικνύεται γρήγορα πως όχι μόνο υποστηρίζει φανατικά ρατσιστικές και ναζιστικές ιδέες, αλλά επιτίθεται σε κάποιους συνδαιτυμόνες και τους τραυματίζει. Ως συνέπεια αυτού αντιδρούν ανάλογα και τον σκοτώνουν. Εκεί βλέπουμε τις αντιδράσεις του καθένα, όπου άλλος παραμένει ψύχραιμος, άλλος προσπαθεί να τα κουκουλώσει, άλλος καταρρέει. Στο τέλος, όμως, αποφασίζουν ότι υπάρχουν πολλοί τέτοιοι επικίνδυνοι τύποι εκεί έξω και ότι ο κόσμος πρέπει να απαλλαχτεί από την παρουσία τους, γιατί θα μπορούσε εν δυνάμει να κρύβεται ανάμεσά τους ένας ακόμα Χίτλερ. Έτσι, αντί να καλούν κάποιον για ευχάριστη συζήτηση, αρχίζουν να καλούν στοχευμένα το επόμενο κάθε φορά θύμα τους, δηλητηριάζοντάς το με αρσενικό και θάβοντας μετά το πτώμα στην πίσω αυλή του σπιτιού. Πάνω στους τάφους καλλιεργούν ντοματιές, για να καλύπτουν τους όγκους, από τις οποίες γεμίζουν με σάλτσα ντομάτας βαζάκια και ντουλάπια, για να συνοδέψουν το τελευταίο γεύμα του εκάστοτε επόμενου θύματος. Τα πράγματα, όμως, αρχίζουν και περιπλέκονται όταν παράλληλα κινείται μία υπόθεση εξαφάνισης και το γεγονός ότι κάποια από τα παιδιά της παρέας αναρωτιούνται μήπως η πρακτική τούς εξομοιώνει με όποιους μάλλον αυθαίρετα εξαφανίζουν.
Αποκτά ενδιαφέρον η υπόθεση μόλις οι ίδιοι γίνονται ακόμα πιο απόλυτοι και ακραίοι από όσους επιλέγουν να στείλουν στον άλλον κόσμο.
«Παραδεχτείτε το», τους λέει ένα υποψήφιο θύμα, που φαίνεται προς στιγμήν πιο μετριοπαθές, «ακόμα και εσείς οι πέντε δεν μπορεί να συμφωνείτε πάντα σε όλα».
Festen (1998)
(Οικογενειακή γιορτή)
Σκηνοθέτης: Τόμας Βίντερμπεργκ
Γλώσσα: Δανικά, γερμανικά, αγγλικά
Ηθοποιοί: Ούρλιχ Τόμσεν, Χένινγκ Μόριτσεν, Τόμας Μπο Λαρσεν κ.ά.
Περιγραφή
Ο Χέλγκε είναι μία αυταρχική πατρική φιγούρα και επικεφαλής ενός μεγάλου ξενοδοχείου ‒ βίλας, που κάποτε λειτουργούσε και ως εστιατόριο. Έχει μία ανθρωπολόγο κόρη την Ελένε, η οποία ακολούθησε το δρόμο της αψηφώντας τη συντηρητικότητα της οικογένειάς της. Ένα γιο που εξελίχθηκε σε θρασύδειλο ρατσιστή με προβλήματα, μεγαλώνοντας σε σχολεία εσωτερικός επί το πλείστον και έχοντας χάσει επεισόδια από την οικογενειακή πραγματικότητα. Και τέλος δύο δίδυμα, εκ των οποίων η κοπέλα αυτοκτόνησε. Αφορμή των 60ών γενεθλίων του, λοιπόν, οργανώνει μία οικογενειακή γιορτή καλώντας και τα παιδιά, που ζουν αλλού πλέον, αλλά και την ευρύτερη οικογένεια. Μεταξύ των πιάτων που σερβίρονται αρχίζουν οι αποκαλύψεις, οδηγώντας σταδιακά στη λύση του δράματος.
Είναι χαρακτηριστική η λεπτομέρεια όπου στο πρώτο πιάτο οι συνδαιτυμόνες αναρωτιούνται αν τρώνε σούπα σολομού ή αστακού, που μπορεί να συνδέεται με τη δυσδιάκριτη και δυσοίωνη συνέχεια του γεύματος, πρακτικά και συμβολικά, για το «σερβίρισμα» της ιστορίας. Στο δεύτερο πιάτο, ελάφι με μούρα, έχουν ήδη γίνει κάποιες προπόσεις και αρχίζουν, όσο το τοπίο ξεκαθαρίζεται, οι σχέσεις των ηρώων να περιπλέκονται ακόμα πιο πολύ. Μέχρι που το γλυκό παραμένει ανέγγιχτο… Η ταινία είναι πολύ ζωντανή με πολύ καλό ρυθμό και με δυνατές ερμηνείες. Μου αρέσει που στο τέλος υπάρχει λύτρωση μέσα από μία δύσκολη και εξιλεωτική κάθαρση, με προοπτική διάρκειας και πέραν της ταινίας.
Είχα δει για πρώτη φορά την «Οικογενειακή γιορτή» στον κινηματογράφο όταν βγήκε και θυμόμουν πάντα την επίδρασή της. Σκεφτόμουν ότι θα μπορούσε να είναι μία ιστορία εκτυλισσόμενη στο διπλανό δωμάτιο και εγώ ευρισκόμενη εκεί συμπτωματικά να την παρακολουθώ ζωντανά. Δίνεται αυτή η αίσθηση από τον τρόπο που κινείται η κάμερα και θυμίζει ντοκιμαντέρ. Η κάμερα μοιάζει να πιάνει εξαπίνης τους ηθοποιούς, που δείχνουν να μην υποκρίνονται αλλά να ζουν την ιστορία. Επικρατούν ο ρεαλισμός και η φυσικότητα στον ήχο.
Η ταινία είναι η πρώτη από μία σειρά ταινιών που ακολουθούν τους κανόνες του «Δόγματος 95». Αυτό ξεκίνησε το 1995 και οι εμπνευστές αυτής της πρωτοπορίας υπήρξαν οι Δανοί σκηνοθέτες, Λαρς Φον Τρίερ και Τόμας Βίντερμπεργκ. Μετά ακολούθησαν ταινίες και άλλων σκηνοθετών, που εντάσσονται σε αυτό το πλαίσιο. Οι κανόνες ακολουθούν βασικές αρχές της φυσικότητας και του ρεαλισμού, στοχεύοντας στο να γυριστούν αντισυμβατικές ταινίες χωρίς να είναι επιτηδευμένες ή χολιγουντιανά υπερφορτωμένες. Γι’ αυτό γυρίστηκαν ταινίες με μικρό προϋπολογισμό, δίνοντας βάση στην αλήθεια, την υποκριτική και την ουσία της κινηματογραφικής αφήγησης και επίσης στην έννοια της συλλογικότητας. Θεωρείται ως το τελευταίο κινηματογραφικό κίνημα του 20ού αιώνα. Πρόσφατα ο Τόμας Βίντερμπεργκ, αφορμή της τελευταίας του ταινίας «Το κυνήγι», που συμμετείχε με επιτυχία στο φεστιβάλ Καννών, δήλωσε ότι το «Δόγμα 95 πέθανε»[1]. Άφησε πίσω του, ωστόσο, εποχή και ταρακούνησε τα νερά με έναν κατάλογο ταινιών, γυρισμένων από σκηνοθέτες πολλών χωρών του κόσμου[2].
Η ταινία το 1998 κέρδισε το Μέγα Βραβείο της Επιτροπής στο Φεστιβάλ των Καννών.
_____
[1] http://www.e-go.gr/cinemag/article.asp?catid=10167&subid=2&pubid=129202918.
[2] http://web.archive.org/web/20080430104505/http://www.dogme95.dk/dogme-films/filmlist.asp
(Οικογενειακή γιορτή)
Σκηνοθέτης: Τόμας Βίντερμπεργκ
Γλώσσα: Δανικά, γερμανικά, αγγλικά
Ηθοποιοί: Ούρλιχ Τόμσεν, Χένινγκ Μόριτσεν, Τόμας Μπο Λαρσεν κ.ά.
Περιγραφή
Ο Χέλγκε είναι μία αυταρχική πατρική φιγούρα και επικεφαλής ενός μεγάλου ξενοδοχείου ‒ βίλας, που κάποτε λειτουργούσε και ως εστιατόριο. Έχει μία ανθρωπολόγο κόρη την Ελένε, η οποία ακολούθησε το δρόμο της αψηφώντας τη συντηρητικότητα της οικογένειάς της. Ένα γιο που εξελίχθηκε σε θρασύδειλο ρατσιστή με προβλήματα, μεγαλώνοντας σε σχολεία εσωτερικός επί το πλείστον και έχοντας χάσει επεισόδια από την οικογενειακή πραγματικότητα. Και τέλος δύο δίδυμα, εκ των οποίων η κοπέλα αυτοκτόνησε. Αφορμή των 60ών γενεθλίων του, λοιπόν, οργανώνει μία οικογενειακή γιορτή καλώντας και τα παιδιά, που ζουν αλλού πλέον, αλλά και την ευρύτερη οικογένεια. Μεταξύ των πιάτων που σερβίρονται αρχίζουν οι αποκαλύψεις, οδηγώντας σταδιακά στη λύση του δράματος.
Είναι χαρακτηριστική η λεπτομέρεια όπου στο πρώτο πιάτο οι συνδαιτυμόνες αναρωτιούνται αν τρώνε σούπα σολομού ή αστακού, που μπορεί να συνδέεται με τη δυσδιάκριτη και δυσοίωνη συνέχεια του γεύματος, πρακτικά και συμβολικά, για το «σερβίρισμα» της ιστορίας. Στο δεύτερο πιάτο, ελάφι με μούρα, έχουν ήδη γίνει κάποιες προπόσεις και αρχίζουν, όσο το τοπίο ξεκαθαρίζεται, οι σχέσεις των ηρώων να περιπλέκονται ακόμα πιο πολύ. Μέχρι που το γλυκό παραμένει ανέγγιχτο… Η ταινία είναι πολύ ζωντανή με πολύ καλό ρυθμό και με δυνατές ερμηνείες. Μου αρέσει που στο τέλος υπάρχει λύτρωση μέσα από μία δύσκολη και εξιλεωτική κάθαρση, με προοπτική διάρκειας και πέραν της ταινίας.
Είχα δει για πρώτη φορά την «Οικογενειακή γιορτή» στον κινηματογράφο όταν βγήκε και θυμόμουν πάντα την επίδρασή της. Σκεφτόμουν ότι θα μπορούσε να είναι μία ιστορία εκτυλισσόμενη στο διπλανό δωμάτιο και εγώ ευρισκόμενη εκεί συμπτωματικά να την παρακολουθώ ζωντανά. Δίνεται αυτή η αίσθηση από τον τρόπο που κινείται η κάμερα και θυμίζει ντοκιμαντέρ. Η κάμερα μοιάζει να πιάνει εξαπίνης τους ηθοποιούς, που δείχνουν να μην υποκρίνονται αλλά να ζουν την ιστορία. Επικρατούν ο ρεαλισμός και η φυσικότητα στον ήχο.
Η ταινία είναι η πρώτη από μία σειρά ταινιών που ακολουθούν τους κανόνες του «Δόγματος 95». Αυτό ξεκίνησε το 1995 και οι εμπνευστές αυτής της πρωτοπορίας υπήρξαν οι Δανοί σκηνοθέτες, Λαρς Φον Τρίερ και Τόμας Βίντερμπεργκ. Μετά ακολούθησαν ταινίες και άλλων σκηνοθετών, που εντάσσονται σε αυτό το πλαίσιο. Οι κανόνες ακολουθούν βασικές αρχές της φυσικότητας και του ρεαλισμού, στοχεύοντας στο να γυριστούν αντισυμβατικές ταινίες χωρίς να είναι επιτηδευμένες ή χολιγουντιανά υπερφορτωμένες. Γι’ αυτό γυρίστηκαν ταινίες με μικρό προϋπολογισμό, δίνοντας βάση στην αλήθεια, την υποκριτική και την ουσία της κινηματογραφικής αφήγησης και επίσης στην έννοια της συλλογικότητας. Θεωρείται ως το τελευταίο κινηματογραφικό κίνημα του 20ού αιώνα. Πρόσφατα ο Τόμας Βίντερμπεργκ, αφορμή της τελευταίας του ταινίας «Το κυνήγι», που συμμετείχε με επιτυχία στο φεστιβάλ Καννών, δήλωσε ότι το «Δόγμα 95 πέθανε»[1]. Άφησε πίσω του, ωστόσο, εποχή και ταρακούνησε τα νερά με έναν κατάλογο ταινιών, γυρισμένων από σκηνοθέτες πολλών χωρών του κόσμου[2].
Η ταινία το 1998 κέρδισε το Μέγα Βραβείο της Επιτροπής στο Φεστιβάλ των Καννών.
_____
[1] http://www.e-go.gr/cinemag/article.asp?catid=10167&subid=2&pubid=129202918.
[2] http://web.archive.org/web/20080430104505/http://www.dogme95.dk/dogme-films/filmlist.asp
Peppermint Candy (1999)
(Μέντα Καραμέλα)
Σκηνοθέτης: Τσανγκ-ντονγκ Λι
Γλώσσα: Κορεατικά
Ηθοποιοί: Γεο-ζιν Κιμ, Κγιουνγκ-γκου Σολ, Γιουνγκ Σου κ.ά.
Περιγραφή
Η κορεάτικης παραγωγής ταινία ξεκινάει με μία εκδρομή το 1999. Τα 20 μέλη ενός κλαμπ χορού κάνουν reunion 20 χρόνια μετά. Ο κεντρικός ήρωας ξαφνικά ανεβαίνει στη γέφυρα του τρένου και ουρλιάζει, σαν να ουρλιάζει για όλους. Τότε, δυο τρεις με χαλαρότητα τον συμβουλεύουν να κατέβει, ενώ μόνο ένας έχει ανησυχήσει πραγματικά, για να τον πλησιάσει σχεδόν κλαίγοντας. Τον συμπονά και προσπαθεί να τον πείσει να κατέβει. Οι υπόλοιποι συνεχίζουν το χορό με τα μεγάφωνα στη διαπασών και με καραόκε, σαν να μη συμβαίνει τίποτα ή επιδιώκοντας να τον αγνοήσουν. Παραπέμπει σε συμβολισμό ποσοστιαίων κοινωνικών αντιδράσεων. Παρακολουθούμε την πορεία προς το θάνατο ενός ανθρώπου που έχει πάρει απόφαση να αυτοκτονήσει, αλλά θέλει να πάρει μαζί του και κάποιον «από όσους του κατέστρεψαν τη ζωή, για να μην πεθάνει μόνος». Έναν οποιονδήποτε άλλο. Ξεκινάει αγοράζοντας ένα πιστόλι, προκειμένου να το χρησιμοποιήσει… Από την αρχή, όμως, ο συσχετισμός με το τρένο επανέρχεται ξανά και ξανά, ακόμα και σε λεπτομέρειες ή μικρές συμπτώσεις και περάσματα στην ταινία. Είναι η συμβολική αναβολή, προκειμένου να αρχίσει ένα ταξίδι μνήμης που ξεκινάει με αντίστροφη πορεία προς τα πίσω. Αυτό, παρ’ όλες τις παρακάμψεις στη ζωή των χαρακτήρων, ακολουθεί μία συνεχή και ανελέητη πορεία χωρίς καμία παράκαμψη. Ο ήρωας χρεοκόπησε από κάθε άποψη εξαιτίας ενός χρηματιστή ‒ ο πρώην συνεργάτης του έφυγε με τα λεφτά του. Στη συνέχεια αλυσιδωτά επηρεάστηκε η προσωπική του ζωή. Ο θεατής τον πρωτοσυναντά, λοιπόν, χωρίς σταθερό σημείο αναφοράς. Αναρωτιέται κανείς αν ήταν πάντα έτσι ή αν συνέβη κάτι που τον εξόργισε και βρέθηκε ξαφνικά στο περιθώριο. Ξεδιπλώνεται ο κόσμος ενός ανθρώπου που καταρρέει, με τις ανεκπλήρωτες επιθυμίες και τις λάθος στροφές που στη ζωή τον αποπροσανατόλισαν. Έτσι κατέληξε στη χρεοκοπία αξιών και συναισθημάτων. Πρόκειται για μία προσωπική διαδρομή στενά συνδεδεμένη με την ιστορία της χώρας του, τις μεταβάσεις, τους ευνουχισμούς και τα κενά της.
Οι καραμέλες μέντας εμφανίζονται σχεδόν από την αρχή γλυκαίνοντας την προδομένη ελπίδα, ένα ξεχασμένο όνειρο, που αντιστοιχεί πιο πολύ στη λήθη του εαυτού του. Είναι κρατημένες σε ένα βάζο αναλλοίωτες για χρόνια, όσο απείραχτα είναι στο μυαλό του τα όνειρα που δεν κατέφερε ποτέ να ζήσει. Έστελνε μία σε κάθε γράμμα η γυναίκα που αγαπούσε, όσο εκείνος ήταν στο στρατό. Δεν έγινε ποτέ γυναίκα του, ωστόσο, την αρνήθηκε, και έτσι κράτησε αυτές αντί για εκείνη. Την αντικρίζει πλέον στο κρεβάτι της εντατικής σε κόμμα, αφού τον έψαξε ο νυν σύζυγός της, γιατί ήθελε να τον δει ξανά. Δεν την προλαβαίνει, όμως, σε πλήρη συνείδηση, παρότι εκείνο το δάκρυ που κυλά υποδηλώνει πως τον άκουσε. Η σκηνή δεν προδίδει κάτι από την πλοκή της ταινίας όσο σε κάθε στροφή του δρόμου συμβαίνει διαρκώς κάτι καινούριο, ξετυλίγοντας το κουβάρι, ενώ την ίδια στιγμή ο χαρακτήρας μπλέκεται σε έναν αδιέξοδο ιστό καταστάσεων, κυρίως εσωτερικό.
Πίσω στο 1994 τον βρίσκουμε συγκροτημένο, τότε ακριβώς άρχισε η αντίστροφη μέτρηση. Το 1987 βλέπουμε φοιτητικές διαδηλώσεις εναντίον του καθεστώτος και καταστολή τους. Ήταν αστυνομικός και κυνηγούσε όσους εναντιώνονταν στην εξουσία, αποσπούσε πληροφορίες με βασανιστήρια. Μετά άνοιξε μικρή επιχείρηση. Η ζωή έχει γυρίσματα και συχνά αντικρίζει κανείς κατάματα τις επιλογές, σαν τιμωρία ή σαν λύτρωση, αυτό ο ήρωας το καταλαβαίνει πολύ καλά. Το 1984 έγινε αστυνομικός και μυήθηκε σε μία βάρβαρη διαδικασία, ξένη νωρίτερα στον ίδιο, που σταδιακά διάβρωσε το χαρακτήρα του. Το 1980 ήταν στο στρατό. Βρέθηκε εν μέσω συμπλοκών υπό στρατιωτικό νόμο. Ακόμα νωρίτερα τα χρόνια της πληγωμένης αθωότητας…
Πρόκειται για ένα χαρακτήρα που θα μπορούσε να είναι πολλοί μαζί, φέρει μία πληγή η οποία τον αλλάζει λίγο λίγο, τον μεταμορφώνει. Αφήνει πίσω του όσους αγαπά, γιατί θέλει να ξεχάσει, ενώ τελικά δεν ξεχνάει και σταδιακά αυτοκαταστρέφεται. Σταματάει να καταλαβαίνει το περιβάλλον, τις αλλαγές του, χάνει το έρεισμα για την ίδια τη ζωή.
Σε αυτού του είδους τον ασιατικό κινηματογράφο, και συγκεκριμένα στον κορεάτικο (βλ. Old boy), όσο τον έχω παρακολουθήσει, μου αρέσει το ξάφνιασμα. Με ξεγελά στο να προβλέψω τη συνέχεια, διατηρεί το ενδιαφέρον μου αμείωτο, προκαλεί τη σκέψη μου, αποκαλύπτοντας νέες πτυχές αφήγησης για πανανθρώπινα συναισθήματα, γεγονότα και καταστάσεις. Ίσως να οφείλεται στη διαφορετική κουλτούρα, αποτελώντας ένα σημείο απόδειξης της αξίας της πολιτισμικής συνάντησης των λαών. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι και τεχνικά και αφηγηματικά δεν υπάρχουν αναλογίες με ό,τι θα μπορούσε ίσως κανείς να ονομάσει «γλώσσα του κινηματογράφου».
Το στήσιμο της πλοκής έλκει τραγωδιακά στοιχεία, κάτι που θα μπορούσε μία τραβηγμένη υπόθεση να το συνδυάσει με την ταραγμένη τους ιστορία. Μου αρέσει, επίσης, η υποκριτική τους δεινότητα, το γεγονός ότι μιλούν ουσιαστικά χωρίς να ενδιαφέρει το τσαλάκωμα και συνήθως χωρίς την υπερβολή ή το πομπώδες που βρίσκουμε ενίοτε σε ταινίες του κινέζικου, για παράδειγμα, κινηματογράφου. Παρότι θεωρώ ενδιαφέροντες όλους τους αρχαιοελληνικούς ρυθμούς, για διαφορετικούς λόγους, ο δωρικός είναι ο αγαπημένος μου, ακριβώς γιατί βρίσκει απέριττα, λιτά, ουσιαστικά αλλά και στιβαρά το στόχο. Το ίδιο νιώθω για τέτοιες ταινίες του κορεάτικου κινηματογράφου. Η ταινία κέρδισε βραβεία και υποψηφιότητες σε διάφορα φεστιβάλ.
Μουσικό βίντεο με σκηνές από την ταινία, που λειτουργούν σαν περίληψη.
(Μέντα Καραμέλα)
Σκηνοθέτης: Τσανγκ-ντονγκ Λι
Γλώσσα: Κορεατικά
Ηθοποιοί: Γεο-ζιν Κιμ, Κγιουνγκ-γκου Σολ, Γιουνγκ Σου κ.ά.
Περιγραφή
Η κορεάτικης παραγωγής ταινία ξεκινάει με μία εκδρομή το 1999. Τα 20 μέλη ενός κλαμπ χορού κάνουν reunion 20 χρόνια μετά. Ο κεντρικός ήρωας ξαφνικά ανεβαίνει στη γέφυρα του τρένου και ουρλιάζει, σαν να ουρλιάζει για όλους. Τότε, δυο τρεις με χαλαρότητα τον συμβουλεύουν να κατέβει, ενώ μόνο ένας έχει ανησυχήσει πραγματικά, για να τον πλησιάσει σχεδόν κλαίγοντας. Τον συμπονά και προσπαθεί να τον πείσει να κατέβει. Οι υπόλοιποι συνεχίζουν το χορό με τα μεγάφωνα στη διαπασών και με καραόκε, σαν να μη συμβαίνει τίποτα ή επιδιώκοντας να τον αγνοήσουν. Παραπέμπει σε συμβολισμό ποσοστιαίων κοινωνικών αντιδράσεων. Παρακολουθούμε την πορεία προς το θάνατο ενός ανθρώπου που έχει πάρει απόφαση να αυτοκτονήσει, αλλά θέλει να πάρει μαζί του και κάποιον «από όσους του κατέστρεψαν τη ζωή, για να μην πεθάνει μόνος». Έναν οποιονδήποτε άλλο. Ξεκινάει αγοράζοντας ένα πιστόλι, προκειμένου να το χρησιμοποιήσει… Από την αρχή, όμως, ο συσχετισμός με το τρένο επανέρχεται ξανά και ξανά, ακόμα και σε λεπτομέρειες ή μικρές συμπτώσεις και περάσματα στην ταινία. Είναι η συμβολική αναβολή, προκειμένου να αρχίσει ένα ταξίδι μνήμης που ξεκινάει με αντίστροφη πορεία προς τα πίσω. Αυτό, παρ’ όλες τις παρακάμψεις στη ζωή των χαρακτήρων, ακολουθεί μία συνεχή και ανελέητη πορεία χωρίς καμία παράκαμψη. Ο ήρωας χρεοκόπησε από κάθε άποψη εξαιτίας ενός χρηματιστή ‒ ο πρώην συνεργάτης του έφυγε με τα λεφτά του. Στη συνέχεια αλυσιδωτά επηρεάστηκε η προσωπική του ζωή. Ο θεατής τον πρωτοσυναντά, λοιπόν, χωρίς σταθερό σημείο αναφοράς. Αναρωτιέται κανείς αν ήταν πάντα έτσι ή αν συνέβη κάτι που τον εξόργισε και βρέθηκε ξαφνικά στο περιθώριο. Ξεδιπλώνεται ο κόσμος ενός ανθρώπου που καταρρέει, με τις ανεκπλήρωτες επιθυμίες και τις λάθος στροφές που στη ζωή τον αποπροσανατόλισαν. Έτσι κατέληξε στη χρεοκοπία αξιών και συναισθημάτων. Πρόκειται για μία προσωπική διαδρομή στενά συνδεδεμένη με την ιστορία της χώρας του, τις μεταβάσεις, τους ευνουχισμούς και τα κενά της.
Οι καραμέλες μέντας εμφανίζονται σχεδόν από την αρχή γλυκαίνοντας την προδομένη ελπίδα, ένα ξεχασμένο όνειρο, που αντιστοιχεί πιο πολύ στη λήθη του εαυτού του. Είναι κρατημένες σε ένα βάζο αναλλοίωτες για χρόνια, όσο απείραχτα είναι στο μυαλό του τα όνειρα που δεν κατέφερε ποτέ να ζήσει. Έστελνε μία σε κάθε γράμμα η γυναίκα που αγαπούσε, όσο εκείνος ήταν στο στρατό. Δεν έγινε ποτέ γυναίκα του, ωστόσο, την αρνήθηκε, και έτσι κράτησε αυτές αντί για εκείνη. Την αντικρίζει πλέον στο κρεβάτι της εντατικής σε κόμμα, αφού τον έψαξε ο νυν σύζυγός της, γιατί ήθελε να τον δει ξανά. Δεν την προλαβαίνει, όμως, σε πλήρη συνείδηση, παρότι εκείνο το δάκρυ που κυλά υποδηλώνει πως τον άκουσε. Η σκηνή δεν προδίδει κάτι από την πλοκή της ταινίας όσο σε κάθε στροφή του δρόμου συμβαίνει διαρκώς κάτι καινούριο, ξετυλίγοντας το κουβάρι, ενώ την ίδια στιγμή ο χαρακτήρας μπλέκεται σε έναν αδιέξοδο ιστό καταστάσεων, κυρίως εσωτερικό.
Πίσω στο 1994 τον βρίσκουμε συγκροτημένο, τότε ακριβώς άρχισε η αντίστροφη μέτρηση. Το 1987 βλέπουμε φοιτητικές διαδηλώσεις εναντίον του καθεστώτος και καταστολή τους. Ήταν αστυνομικός και κυνηγούσε όσους εναντιώνονταν στην εξουσία, αποσπούσε πληροφορίες με βασανιστήρια. Μετά άνοιξε μικρή επιχείρηση. Η ζωή έχει γυρίσματα και συχνά αντικρίζει κανείς κατάματα τις επιλογές, σαν τιμωρία ή σαν λύτρωση, αυτό ο ήρωας το καταλαβαίνει πολύ καλά. Το 1984 έγινε αστυνομικός και μυήθηκε σε μία βάρβαρη διαδικασία, ξένη νωρίτερα στον ίδιο, που σταδιακά διάβρωσε το χαρακτήρα του. Το 1980 ήταν στο στρατό. Βρέθηκε εν μέσω συμπλοκών υπό στρατιωτικό νόμο. Ακόμα νωρίτερα τα χρόνια της πληγωμένης αθωότητας…
Πρόκειται για ένα χαρακτήρα που θα μπορούσε να είναι πολλοί μαζί, φέρει μία πληγή η οποία τον αλλάζει λίγο λίγο, τον μεταμορφώνει. Αφήνει πίσω του όσους αγαπά, γιατί θέλει να ξεχάσει, ενώ τελικά δεν ξεχνάει και σταδιακά αυτοκαταστρέφεται. Σταματάει να καταλαβαίνει το περιβάλλον, τις αλλαγές του, χάνει το έρεισμα για την ίδια τη ζωή.
Σε αυτού του είδους τον ασιατικό κινηματογράφο, και συγκεκριμένα στον κορεάτικο (βλ. Old boy), όσο τον έχω παρακολουθήσει, μου αρέσει το ξάφνιασμα. Με ξεγελά στο να προβλέψω τη συνέχεια, διατηρεί το ενδιαφέρον μου αμείωτο, προκαλεί τη σκέψη μου, αποκαλύπτοντας νέες πτυχές αφήγησης για πανανθρώπινα συναισθήματα, γεγονότα και καταστάσεις. Ίσως να οφείλεται στη διαφορετική κουλτούρα, αποτελώντας ένα σημείο απόδειξης της αξίας της πολιτισμικής συνάντησης των λαών. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι και τεχνικά και αφηγηματικά δεν υπάρχουν αναλογίες με ό,τι θα μπορούσε ίσως κανείς να ονομάσει «γλώσσα του κινηματογράφου».
Το στήσιμο της πλοκής έλκει τραγωδιακά στοιχεία, κάτι που θα μπορούσε μία τραβηγμένη υπόθεση να το συνδυάσει με την ταραγμένη τους ιστορία. Μου αρέσει, επίσης, η υποκριτική τους δεινότητα, το γεγονός ότι μιλούν ουσιαστικά χωρίς να ενδιαφέρει το τσαλάκωμα και συνήθως χωρίς την υπερβολή ή το πομπώδες που βρίσκουμε ενίοτε σε ταινίες του κινέζικου, για παράδειγμα, κινηματογράφου. Παρότι θεωρώ ενδιαφέροντες όλους τους αρχαιοελληνικούς ρυθμούς, για διαφορετικούς λόγους, ο δωρικός είναι ο αγαπημένος μου, ακριβώς γιατί βρίσκει απέριττα, λιτά, ουσιαστικά αλλά και στιβαρά το στόχο. Το ίδιο νιώθω για τέτοιες ταινίες του κορεάτικου κινηματογράφου. Η ταινία κέρδισε βραβεία και υποψηφιότητες σε διάφορα φεστιβάλ.
Μουσικό βίντεο με σκηνές από την ταινία, που λειτουργούν σαν περίληψη.
Η επίθεση του γιγαντιαίου μουσακά (1999)
Σκηνοθέτης: Πάνος Κούτρας
Γλώσσα: Ελληνικά
Ηθοποιοί: Γιάννης Αγγελάκης, Θέμις Μπαζάκα, Παρθενόπη Μπουζούρη, Γιώργος Οικονόμου, Ρουμπίνη Βασιλακοπούλου κ.ά.
Περιγραφή
Η ταινία αποτελεί παρωδία. Ένα τεράστιο κομμάτι μουσακά, που με εξωγήινη επίδραση πήρε διαστάσεις υπερφυσικές, κινείται αφανίζοντας όποιον βρίσκει στο πέρασμά του. Σατιρίζονται οι πολιτικοί, τα ΜΜΕ, οι ευκατάστατοι πολίτες, οι μη ευκατάστατοι αλλά εφησυχασμένοι που πιστεύουν την τηλεόραση, και η λαιμαργία προβάλλεται σε κάθε της διάσταση. Ο μουσακάς είναι ένα εξωγενές «κακό» που προκαλεί τρόμο και πανικό. Από αυτό άλλοι επωφελούνται ή προσπαθούν να επωφεληθούν, επιδεινώνοντας τελικά την κατάσταση, και άλλοι καταλήγουν θύματα και παράπλευρη απώλεια. Προβάλλεται ο φόβος του αγνώστου που μπορεί να κατοικοεδρεύει γύρω μας, μέσα μας και, αντί να αντιμετωπιστεί με κάποιον τρόπο, οδηγεί σε θεωρίες συνωμοσίας και αλληλοεξόντωση με ή χωρίς πρόθεση.
Η φράση «Μη σβήνεται τους δέκτες σας» μένει ως εφιαλτικός αντίλαλος στ’ αυτιά.
Σκηνοθέτης: Πάνος Κούτρας
Γλώσσα: Ελληνικά
Ηθοποιοί: Γιάννης Αγγελάκης, Θέμις Μπαζάκα, Παρθενόπη Μπουζούρη, Γιώργος Οικονόμου, Ρουμπίνη Βασιλακοπούλου κ.ά.
Περιγραφή
Η ταινία αποτελεί παρωδία. Ένα τεράστιο κομμάτι μουσακά, που με εξωγήινη επίδραση πήρε διαστάσεις υπερφυσικές, κινείται αφανίζοντας όποιον βρίσκει στο πέρασμά του. Σατιρίζονται οι πολιτικοί, τα ΜΜΕ, οι ευκατάστατοι πολίτες, οι μη ευκατάστατοι αλλά εφησυχασμένοι που πιστεύουν την τηλεόραση, και η λαιμαργία προβάλλεται σε κάθε της διάσταση. Ο μουσακάς είναι ένα εξωγενές «κακό» που προκαλεί τρόμο και πανικό. Από αυτό άλλοι επωφελούνται ή προσπαθούν να επωφεληθούν, επιδεινώνοντας τελικά την κατάσταση, και άλλοι καταλήγουν θύματα και παράπλευρη απώλεια. Προβάλλεται ο φόβος του αγνώστου που μπορεί να κατοικοεδρεύει γύρω μας, μέσα μας και, αντί να αντιμετωπιστεί με κάποιον τρόπο, οδηγεί σε θεωρίες συνωμοσίας και αλληλοεξόντωση με ή χωρίς πρόθεση.
Η φράση «Μη σβήνεται τους δέκτες σας» μένει ως εφιαλτικός αντίλαλος στ’ αυτιά.
Peppermint (1999)
Σκηνοθέτης: Κώστας Καπάκας
Γλώσσα: Ελληνικά
Ηθοποιοί: Γιώργος Χωραφάς, Γιώργος Γεροντιδάκης, Άννυ Λούλου, Αλέξανδρος Μυλωνάς, Μαρκέλλα Παππά κ.ά.
Περιγραφή
Η ιστορία αρχίζει όταν ο μικρός Στέφανος επινοεί έναν τρόπο για να βγάλει το πρώτο του δόντι.
«Πάρε κουρούνα κόκαλο και φέρε δαχτυλίδι,
να το φορώ και να γενώ μεγάλος και τρανός».
Τελικά το πήρε ο ίδιος το δαχτυλίδι την ίδια μέρα που γνώρισε και την πρώτη του ξαδέλφη. Ένα βλέμμα, πολλά φιλιά, ένα τεράστιο χαμόγελο με το χαρακτηριστικό κενό δοντιού που λείπει, και ένας έρωτας αρχίζει. Πολλές εικόνες με άρωμα παλιό, μοδίστρες στο σπίτι, ιστορίες σε συνέχειες στο ραδιόφωνο, καλπάζουσα φαντασία παιδιών που πυροδοτείται από κλειδωμένα δωμάτια-άδυτα, το νέο ψυγείο, εξερευνήσεις, παιδική αθωότητα και η σχέση αγάπης στα χρόνια αναπτύσσεται. Σε μερικές σκηνές περνάει μία πλευρά του κλίματος κυρίως της προδικτατορικής Ελλάδας με τις αντιθέσεις, τη σύγχυση και την κοινωνική υποκρισία.
Ο Στέφανος είναι ένα παιδί που θέλει να πετάξει. Και το καταφέρνει νοητά, καθώς αντί για πιλότος γίνεται αεροναυπηγός. Το λικέρ μέντας όταν ήταν μικροί τούς ζάλισε. Έτσι συμβαίνει με τις μεγάλες ποσότητες σε μικρή ηλικία. Εξισορροπώντας όμως την ποσότητα και πίνοντάς το γουλιά γουλιά μπορεί και να δώσει την πολυπόθητη ώθηση για ένα σωστό πέταγμα. Γιατί το λικέρ μέντας δροσίσει αλλά καίει λίγο… Αυτό αφορά τη στροφή που, έστω και αργότερα, πάντα μπορεί κανείς να πάρει.
Πολλές ατάκες μπορώ να θυμηθώ, αλλά θα κρατήσω δύο, γιατί χρειάζονται για υπενθύμιση.
«Όλα νάιλον θα γίνουν. Ακόμα και τα φαγητά!»
«Ποτέ πια Κατοχή!»
Η Ταινία το 1999, μεταξύ άλλων βραβείων στο Διεθνές Κινηματογραφικό Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, κέρδισε το Μεγάλο Βραβείο Καλύτερης ταινίας και το Βραβείο Καλύτερου Πρωτοεμφανιζόμενου Σκηνοθέτη.
Σκηνοθέτης: Κώστας Καπάκας
Γλώσσα: Ελληνικά
Ηθοποιοί: Γιώργος Χωραφάς, Γιώργος Γεροντιδάκης, Άννυ Λούλου, Αλέξανδρος Μυλωνάς, Μαρκέλλα Παππά κ.ά.
Περιγραφή
Η ιστορία αρχίζει όταν ο μικρός Στέφανος επινοεί έναν τρόπο για να βγάλει το πρώτο του δόντι.
«Πάρε κουρούνα κόκαλο και φέρε δαχτυλίδι,
να το φορώ και να γενώ μεγάλος και τρανός».
Τελικά το πήρε ο ίδιος το δαχτυλίδι την ίδια μέρα που γνώρισε και την πρώτη του ξαδέλφη. Ένα βλέμμα, πολλά φιλιά, ένα τεράστιο χαμόγελο με το χαρακτηριστικό κενό δοντιού που λείπει, και ένας έρωτας αρχίζει. Πολλές εικόνες με άρωμα παλιό, μοδίστρες στο σπίτι, ιστορίες σε συνέχειες στο ραδιόφωνο, καλπάζουσα φαντασία παιδιών που πυροδοτείται από κλειδωμένα δωμάτια-άδυτα, το νέο ψυγείο, εξερευνήσεις, παιδική αθωότητα και η σχέση αγάπης στα χρόνια αναπτύσσεται. Σε μερικές σκηνές περνάει μία πλευρά του κλίματος κυρίως της προδικτατορικής Ελλάδας με τις αντιθέσεις, τη σύγχυση και την κοινωνική υποκρισία.
Ο Στέφανος είναι ένα παιδί που θέλει να πετάξει. Και το καταφέρνει νοητά, καθώς αντί για πιλότος γίνεται αεροναυπηγός. Το λικέρ μέντας όταν ήταν μικροί τούς ζάλισε. Έτσι συμβαίνει με τις μεγάλες ποσότητες σε μικρή ηλικία. Εξισορροπώντας όμως την ποσότητα και πίνοντάς το γουλιά γουλιά μπορεί και να δώσει την πολυπόθητη ώθηση για ένα σωστό πέταγμα. Γιατί το λικέρ μέντας δροσίσει αλλά καίει λίγο… Αυτό αφορά τη στροφή που, έστω και αργότερα, πάντα μπορεί κανείς να πάρει.
Πολλές ατάκες μπορώ να θυμηθώ, αλλά θα κρατήσω δύο, γιατί χρειάζονται για υπενθύμιση.
«Όλα νάιλον θα γίνουν. Ακόμα και τα φαγητά!»
«Ποτέ πια Κατοχή!»
Η Ταινία το 1999, μεταξύ άλλων βραβείων στο Διεθνές Κινηματογραφικό Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, κέρδισε το Μεγάλο Βραβείο Καλύτερης ταινίας και το Βραβείο Καλύτερου Πρωτοεμφανιζόμενου Σκηνοθέτη.
Βιβλία
Και εφόσον οι ταινίες κλείνουν με το «Peppermint», τα βιβλία θα αρχίσουν με συνταγές για λικέρ, γλυκά του κουταλιού, μαρμελάδες κ.ά., που είναι ό,τι πρέπει για το άνοιγμα και το κλείσιμο ενός γεύματος. Άλλωστε σε κάθε μέρος της Ελλάδας φτιάχνουν κεράσματα αξιοποιώντας τα προϊόντα που παράγει ο κάθε τόπος και, όπως κερνάμε έναν επισκέπτη, έτσι σας κερνάω με τη σειρά μου, προετοιμάζοντάς σας για ένα ταξίδι στις ελληνικές γεύσεις. Από όλα τα βιβλία και τους τόπους επέλεξα ενδεικτικά κάποια, γιατί στα πραγματικά μου ταξίδια σε πολλά μέρη βρήκα βιβλία συνταγών τοπικών εκδόσεων, που δεν εντοπίζονται ευρύτερα στο εμπόριο. Έτσι, κάποια, όπως με συνταγές της Σίφνου, της Σύρου ή της Χίου, για παράδειγμα, αδυνατώ να τα συμπεριλάβω.
Αφορμή αυτού του περιορισμού να αναφερθώ σε ένα βιβλίο με συνταγές για πίτες του Νομού Ιωαννίνων, επενδυμένες με ιστορίες για την περιοχή, την εποχή, τα προϊόντα, τον τρόπο παρασκευής των πιάτων κτλ. Υπήρξε μία αξιόλογη δουλειά των μαθητών κάποιου Γυμνασίου, όπου καλύψαμε ένα χριστουγεννιάτικο θέμα το 2001-2002 για το ΗΡΤ με το Λεωνίδα Θεοδωρίδη και πήραμε τη χαρά αυτού του δώρου επί τη ευκαιρία. Το βιβλίο είχε εκδοθεί στο πλαίσιο του «Προγράμματος Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης». Όλα τα παιδιά συγκέντρωσαν πληροφορία από τα χωριά τους και τις γιαγιάδες τους, συμπεριλαμβάνοντάς τα εκεί ‒ εκδόθηκε για τη σχολική χρονιά 2000-2001. Ο λόγος αυτής της επισήμανσης αφορά τον ευσεβή μου πόθο για αξιοποίηση του ψυχοπνευματικού και σωματικού μόχθου γενικότερα σε βάθος χρόνου. Σε πολλά βιβλία ανακόπτεται η πορεία ή παραμένουν πάντα στην αφάνεια και οι αιτίες απέχουν από την αξιολόγηση του περιεχομένου σε καλό ή κακό. Ενίοτε αυτό δεν αποτελεί καν το ζητούμενο. Μία μικρή παρένθεση αυτή, σαν ευχή, για να βρίσκουν τα βιβλία μονοπάτι προς το ευρύτερο κοινό, ακόμα κι αν ξεκινούν ως άσκηση. Μπορεί να αξίζει κάτι να διαβαστεί, για να νοηματοδοτήσει και άλλων την πορεία ή να την εμπλουτίσει με ιδέες.
Και πριν ξελιγωθείτε από την πείνα με όσα δε θα δείτε ή πριν αρχίσετε να φουντώνετε με την αναμονή, να σας πληροφορήσω πως θα καλύψω το κενό με πίτες από τη Μακεδονία και με συνταγές και έθιμα από την Ήπειρο γενικότερα. Θα πάρουμε λίγο πολύ μία γεύση από τον ευρύτερο ελλαδικό χώρο, χωρίς να επικεντρωθούμε τόσο στην αστική κουζίνα των μεγάλων πόλεων. Θα μιλήσουμε, όμως, για την πολίτικη κουζίνα που αποτέλεσε μεγάλη επιρροή μετά το 1922, φτάνοντας και στην Αρχαιότητα ακόμα, μέσα από κείμενα-πηγές. Όλα αυτά ακολουθώντας τη χρονολογική σειρά έκδοσης μετά τη μικρή παρασπονδία των κερασμάτων. Καλή όρεξη σας εύχομαι, λοιπόν, εννοώντας καλό διάβασμα…
Αφορμή αυτού του περιορισμού να αναφερθώ σε ένα βιβλίο με συνταγές για πίτες του Νομού Ιωαννίνων, επενδυμένες με ιστορίες για την περιοχή, την εποχή, τα προϊόντα, τον τρόπο παρασκευής των πιάτων κτλ. Υπήρξε μία αξιόλογη δουλειά των μαθητών κάποιου Γυμνασίου, όπου καλύψαμε ένα χριστουγεννιάτικο θέμα το 2001-2002 για το ΗΡΤ με το Λεωνίδα Θεοδωρίδη και πήραμε τη χαρά αυτού του δώρου επί τη ευκαιρία. Το βιβλίο είχε εκδοθεί στο πλαίσιο του «Προγράμματος Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης». Όλα τα παιδιά συγκέντρωσαν πληροφορία από τα χωριά τους και τις γιαγιάδες τους, συμπεριλαμβάνοντάς τα εκεί ‒ εκδόθηκε για τη σχολική χρονιά 2000-2001. Ο λόγος αυτής της επισήμανσης αφορά τον ευσεβή μου πόθο για αξιοποίηση του ψυχοπνευματικού και σωματικού μόχθου γενικότερα σε βάθος χρόνου. Σε πολλά βιβλία ανακόπτεται η πορεία ή παραμένουν πάντα στην αφάνεια και οι αιτίες απέχουν από την αξιολόγηση του περιεχομένου σε καλό ή κακό. Ενίοτε αυτό δεν αποτελεί καν το ζητούμενο. Μία μικρή παρένθεση αυτή, σαν ευχή, για να βρίσκουν τα βιβλία μονοπάτι προς το ευρύτερο κοινό, ακόμα κι αν ξεκινούν ως άσκηση. Μπορεί να αξίζει κάτι να διαβαστεί, για να νοηματοδοτήσει και άλλων την πορεία ή να την εμπλουτίσει με ιδέες.
Και πριν ξελιγωθείτε από την πείνα με όσα δε θα δείτε ή πριν αρχίσετε να φουντώνετε με την αναμονή, να σας πληροφορήσω πως θα καλύψω το κενό με πίτες από τη Μακεδονία και με συνταγές και έθιμα από την Ήπειρο γενικότερα. Θα πάρουμε λίγο πολύ μία γεύση από τον ευρύτερο ελλαδικό χώρο, χωρίς να επικεντρωθούμε τόσο στην αστική κουζίνα των μεγάλων πόλεων. Θα μιλήσουμε, όμως, για την πολίτικη κουζίνα που αποτέλεσε μεγάλη επιρροή μετά το 1922, φτάνοντας και στην Αρχαιότητα ακόμα, μέσα από κείμενα-πηγές. Όλα αυτά ακολουθώντας τη χρονολογική σειρά έκδοσης μετά τη μικρή παρασπονδία των κερασμάτων. Καλή όρεξη σας εύχομαι, λοιπόν, εννοώντας καλό διάβασμα…
Τα κεράσματα της γιαγιάς (2007)
Συγγραφέας: Αργυρώ Σαουλίδου
Εκδόσεις: Ψύχαλος
Έτος: 2007
Περιγραφή
Πρόκειται για ένα κατατοπιστικό και περιεκτικό βιβλίο για λικέρ, μαρμελάδες, γλυκά του κουταλιού, αναψυκτικά σπιτικά και ό,τι θα μπορούσε με αγνά υλικά να αποτελέσει κέρασμα. Παρέχει πληροφορίες για την ιστορία αυτών των κερασμάτων καθώς και μυστικά για να ολοκληρωθούν με επιτυχία οι συνταγές. Απ’ έξω μοιάζει με τετράδιο, σαν εκείνο στο οποίο θα σημείωνε η αγαπημένη μας γιαγιά τις συνταγές της, ενώ μέσα στις σελίδες αντί για γραμμές τετραδίου υπάρχουν μοτίβα, σαν από κεντητό δισκόπανο, όπως θα σερβίρονταν στο δίσκο τα κεράσματα από τις νοικοκυρές παλιότερα. Αν, λοιπόν, είστε λάτρεις της παράδοσης και επιθυμείτε να φτιάξετε με τα χεράκια σας πιο αθώα γλυκοκεράσματα κάθε τύπου με καλά υλικά, όπου τα φρούτα έχουν την τιμητική τους, προκειμένου να εκπλήξετε τους καλεσμένους σας, θα βρείτε πολλές ιδέες συγκεντρωμένες σε αυτό το τετράδιο της γιαγιάς.
Συγγραφέας: Αργυρώ Σαουλίδου
Εκδόσεις: Ψύχαλος
Έτος: 2007
Περιγραφή
Πρόκειται για ένα κατατοπιστικό και περιεκτικό βιβλίο για λικέρ, μαρμελάδες, γλυκά του κουταλιού, αναψυκτικά σπιτικά και ό,τι θα μπορούσε με αγνά υλικά να αποτελέσει κέρασμα. Παρέχει πληροφορίες για την ιστορία αυτών των κερασμάτων καθώς και μυστικά για να ολοκληρωθούν με επιτυχία οι συνταγές. Απ’ έξω μοιάζει με τετράδιο, σαν εκείνο στο οποίο θα σημείωνε η αγαπημένη μας γιαγιά τις συνταγές της, ενώ μέσα στις σελίδες αντί για γραμμές τετραδίου υπάρχουν μοτίβα, σαν από κεντητό δισκόπανο, όπως θα σερβίρονταν στο δίσκο τα κεράσματα από τις νοικοκυρές παλιότερα. Αν, λοιπόν, είστε λάτρεις της παράδοσης και επιθυμείτε να φτιάξετε με τα χεράκια σας πιο αθώα γλυκοκεράσματα κάθε τύπου με καλά υλικά, όπου τα φρούτα έχουν την τιμητική τους, προκειμένου να εκπλήξετε τους καλεσμένους σας, θα βρείτε πολλές ιδέες συγκεντρωμένες σε αυτό το τετράδιο της γιαγιάς.
Η κουζίνα της Κιμώλου (2001)
Συγγραφέας: Φιλένα Βενάρδου
Εκδόσεις: Στάχυ
Έτος: 2001
Περιγραφή
Αυτό είναι άλλο ένα βιβλίο που γράφτηκε αφορμή του «Προγράμματος Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης» το 2007 καταρχήν και έγινε βιβλίο στη συνέχεια. Περιέχει παραδοσιακές συνταγές της Κιμώλου που συγκεντρώθηκαν με τη βοήθεια μαθητών του Γυμνασίου-Λυκείου Κιμώλου και με τη συνδρομή της υπεύθυνης καθηγήτριας Φιλένας Βενάρδου, στο πλαίσιο μίας προσπάθειας να καταγραφούν, για να διασωθούν, όσες παραδοσιακές συνταγές περνούν από γενιά σε γενιά. Είναι λιτό, απέριττο και με νόστιμες εκπλήξεις, όπως η ίδια η Κίμωλος. Βρίσκει κανείς συνταγές για κρέας, ψάρι και θαλασσινά, πίτες, όσπρια, γλυκά και απλή κουζίνα με τα υλικά του τόπου, που την κάνουν ακόμα πιο λαχταριστή. Από τις αγαπημένες συνταγές με άρωμα παιδικής ηλικίας τα μπαρμπούνια σαβόρε, υπάρχει επιπλέον η ενδιαφέρουσα εκδοχή της αθερινόπιτας με αλεύρι και μπόλικο κρεμμύδι, που σε άλλα νησιά γίνεται συνήθως με μαρίδα, όπως ακόμα και συνταγές για σπιτικό πελτέ με παραλλαγές, μακαρόνια σπιτικά, ενώ γενικότερα επικρατεί η δημιουργική επινοητικότητα, η οποία με λίγα υλικά οδηγεί σε μικρά και μεγάλα θαύματα.
Οι ονομασίες των πιάτων ταξιδεύουν με την ίδια ή με λίγο παραλλαγμένη μορφή για το τι αντιπροσωπεύουν από τόπο σε τόπο, κάτι συχνό στην ιστορία της γαστρονομίας, καθώς εμπλουτίζονται με νέα στοιχεία. Εδώ οι κολοκυθένιες ονομάζονται και φλαούνες, όπως λένε φλαούνα ένα είδος τυρόπιτας στην Κύπρο. Η τυρόπιτα, όμως, είναι τυρένια, η ελιόπιτα ελένια και η «φτωχή πίτσα» λαδένια, με ντομάτες και κρεμμύδια. Η λαδένια μου, πάντως, ένα από τα must εδέσματα του νησιού, τιμήθηκε δεόντως από τους συνδαιτυμόνες!
Συγγραφέας: Φιλένα Βενάρδου
Εκδόσεις: Στάχυ
Έτος: 2001
Περιγραφή
Αυτό είναι άλλο ένα βιβλίο που γράφτηκε αφορμή του «Προγράμματος Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης» το 2007 καταρχήν και έγινε βιβλίο στη συνέχεια. Περιέχει παραδοσιακές συνταγές της Κιμώλου που συγκεντρώθηκαν με τη βοήθεια μαθητών του Γυμνασίου-Λυκείου Κιμώλου και με τη συνδρομή της υπεύθυνης καθηγήτριας Φιλένας Βενάρδου, στο πλαίσιο μίας προσπάθειας να καταγραφούν, για να διασωθούν, όσες παραδοσιακές συνταγές περνούν από γενιά σε γενιά. Είναι λιτό, απέριττο και με νόστιμες εκπλήξεις, όπως η ίδια η Κίμωλος. Βρίσκει κανείς συνταγές για κρέας, ψάρι και θαλασσινά, πίτες, όσπρια, γλυκά και απλή κουζίνα με τα υλικά του τόπου, που την κάνουν ακόμα πιο λαχταριστή. Από τις αγαπημένες συνταγές με άρωμα παιδικής ηλικίας τα μπαρμπούνια σαβόρε, υπάρχει επιπλέον η ενδιαφέρουσα εκδοχή της αθερινόπιτας με αλεύρι και μπόλικο κρεμμύδι, που σε άλλα νησιά γίνεται συνήθως με μαρίδα, όπως ακόμα και συνταγές για σπιτικό πελτέ με παραλλαγές, μακαρόνια σπιτικά, ενώ γενικότερα επικρατεί η δημιουργική επινοητικότητα, η οποία με λίγα υλικά οδηγεί σε μικρά και μεγάλα θαύματα.
Οι ονομασίες των πιάτων ταξιδεύουν με την ίδια ή με λίγο παραλλαγμένη μορφή για το τι αντιπροσωπεύουν από τόπο σε τόπο, κάτι συχνό στην ιστορία της γαστρονομίας, καθώς εμπλουτίζονται με νέα στοιχεία. Εδώ οι κολοκυθένιες ονομάζονται και φλαούνες, όπως λένε φλαούνα ένα είδος τυρόπιτας στην Κύπρο. Η τυρόπιτα, όμως, είναι τυρένια, η ελιόπιτα ελένια και η «φτωχή πίτσα» λαδένια, με ντομάτες και κρεμμύδια. Η λαδένια μου, πάντως, ένα από τα must εδέσματα του νησιού, τιμήθηκε δεόντως από τους συνδαιτυμόνες!
Πολίτικη Κουζίνα (2003)
Συγγραφέας: Σούλα Μπόζη
Εκδόσεις: Ελληνικά Γράμματα
Έτος: 2009
Περιγραφή
Το βιβλίο είναι πολύ πλούσιο σε πληροφορία και αφορά όσους υποκινούνται από το πάθος της γνώσης που ξυπνά την περιέργεια. Δεν πρόκειται για ένα απλό βιβλίο συνταγών. Τα δύο τρίτα του είναι κομμάτια ιστορίας για την ανάπτυξη και εξέλιξη της πολίτικης κουζίνας, του εμπορίου, των υλικών και όλων των παραμέτρων που την επηρέασαν, όπως ήταν η συνύπαρξη τόσων εθνοτήτων στην ίδια πόλη. Επομένως η συνάντηση και το πάντρεμα των υλικών είναι στενά συνδεδεμένα με το σύνθετο πλέγμα ανθρώπινων δικτύων που χαρακτήριζαν την Πόλη. Η κουζίνα, αν θυμηθούμε λίγο τη Λωξάνδρα της Μαρίας Ιορδανίδου, υπήρξε ένα γυναικείο άδυτο λίγο πολύ, γιατί ήταν ένας τόπος όπου οι γυναίκες διεύρυναν τις δεξιότητές τους, εφόσον η όποια άλλη επαγγελματική δραστηριοποίηση ήταν σχεδόν απαγορευμένη, εκτός εξαιρέσεων, έως και τη δεκαετία του ’60[1]. Αλλά στην «Οικοκυρική Σχολή» όσες μπορούσαν και ενδιαφέρονταν αποκτούσαν τις προϋποθέσεις για να μεγαλουργήσουν. Η λεπτομερής έρευνα της συγγραφέα, εμπλουτισμένη με πολλές φωτογραφίες, που αποτελούν έναν κόσμο μόνες τους, με γκραβούρες και πίνακες από το 16ο αιώνα έως περίπου τη δεκαετία του ’70, διαβάζεται ευχάριστα, σχεδόν σαν μυθιστόρημα, ζωντανεύοντας παραστατικά αιώνες ιστορίας. Σε αυτή την πλούσια ερεθισμάτων περιήγηση συμπεριλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, οι εποχικές δραστηριότητες, τα έθιμα, οι εορταστικές περίοδοι, η σπιτική κουζίνα και οι καθημερινές συνήθειες, οι πρώτες ύλες, οι αγορές, οι συντεχνίες, οι πλανόδιοι πωλητές και τα γνωστά στέκια της Πόλης. Καταλήγοντας στην παλατιανή κουζίνα μέσα από αφηγήσεις ταξιδιωτών και τέλος σε ό,τι αφορά τον καφέ, από τον πρώτο εντοπισμό του «στις πηγές το 12ο αιώνα στην Αιθιοπία, στην Αραβική Χερσόνησο, στην Αίγυπτο και στην Συρία»[2] έως την ιεροτελεστία σερβιρίσματός του.
Στο τελευταίο ένα τρίτο περίπου του βιβλίου ακολουθούν οι συνταγές, παρμένες από νοικοκυρές, εστιατόρια της Πόλης και άλλες πηγές. Ταξινομούνται σε μεζέδες, λαδερά, ψάρια, κρέατα, ρύζια, πίτες, σούπες, γλυκά και σπιτικά παρασκευάσματα κυρίως με τουρσιά και παστά. Διάσπαρτα βρίσκει όμως κανείς και μία ποικιλία διαφορετικών γευστικών εμπνεύσεων στο πνεύμα της πολίτικης πολυπολιτισμικότητας, όπως το συκωτάκι ηπειρώτικο ή τη σκορδαλιά με φιστικιά Αιγίνης, ιδέα της συγγραφέα, αφορμή της πολίτικης σκορδαλιάς με αμύγδαλα, κουκουνάρια ή καρύδια. Συμπεριλαμβάνονται γνωστές συνταγές, που λιγότερο ή περισσότερο έφτασαν και σε εμάς, όπως το αρνί καπαμά (το αντίστοιχο με το ελληνικό φρικασέ), οι μελιτζάνες ιμάμ, οι ψευτοκεφτέδες κάθε είδους (χωρίς κρέας), οι αμπελοντολμάδες και τα λοιπά.
Σε ορισμένες συνταγές οι ονομασίες είναι παλιότερες και έχουν πλέον επικρατήσει άλλες, όπως για το σφουγγάτο, για παράδειγμα, την ομελέτα. Ο Ηλίας Πετρόπουλος μας πληροφορεί πως «ο λαός είχε για την ομελέτα τις ονομασίες σφουγγάτο/ καγιανιάς ή καϊγανάς/ φούστορο ή φούστρο […] Το νεοελληνικό ομελέτα δεν μπορεί να κατάγεται από το ιταλικό omeletta, που λανσαρίστηκε μετά το 1940. […] Όλα φαίνεται να άρχισαν από το λατινικό lamella (υποκοριστικό του lama ‒ λάμα, λαμίτσα) […] Λένε ότι η ομελέτα ονομάστηκε έτσι γιατί ήταν τόσο λεπτή που έμοιαζε με λάμα ή ότι την έψηναν πάνω σε μία μικρή λαμαρίνα κτλ. Με την ίδια λογική πλάστηκε και η λέξη σφουγγάτο, επειδή η ομελέτα μοιάζει με σφουγγάρι. Η λέξη καγιανάς είναι τουρκικής προελεύσεως. Αγνοώ την ετυμολογία της λέξης φούστορο αλλά φαντάζομαι πως είναι ιταλικής αρχής. […] Την λέξη σφουγγάτο την χρησιμοποιούσανε σχεδόν σ’ όλη την χώρα»[3]. Επίσης βρίσκουμε συνταγές με διαφορετική συνήθη ονομασία αλλά ανάλογη παρασκευή όπως το σαλάμι, το μωσαϊκό ή κορμός με σοκολάτα, μπισκότα κτλ. Βουτώντας, ενδεχομένως ο αναγνώστης να επαναφέρει και μνήμες είτε έχει είτε δεν έχει καταγωγή από την Πόλη. Σε μένα τα μύδια σαλμά ‒προαιρετικά κοκκινιστά, με κρεμμύδια και αρωματισμένα με μπαχαρικά‒ θύμισαν μία συμμαθήτριά μου πολίτικης καταγωγής που τα μνημόνευε πολλάκις, με αποτέλεσμα να μου φαντάζουν ως έδεσμα μυθικό. Το όνειρο γίνεται επιτέλους πραγματικότητα… Στα γλυκά, τέλος, θα βρει πεδίο δράσης ο λάτρης του είδους, ξεκινώντας από τα κεράσματα και φτάνοντας στο ταούκ γκιογκσού (η γεύση του μοιάζει με του ρυζόγαλου και φτιάχνεται με ψιλολιανισμένο στήθος κοτόπουλου) στο εκμέκ, τα τρίγωνα, την μπουγάτσα, τον ασουρέ και πολλές άλλες πολίτικες γλυκολιχουδιές.
Έχοντας φάει τον πιο ελαφρύ και γευστικό αφράτο σιμιγδαλένιο χαλβά από πλανόδιο πωλητή στην ανοιχτή αγορά της Πόλης, κρατάω μία φράση που εξυμνεί την ουσία και την απλότητα με προφανή αντοχή στο χρόνο:
Στην πολίτικη κουζίνα «Η γεύση προηγείται της εμφάνισης. Η Εμφάνιση είναι επιμελημένη αλλά όχι εξεζητημένη»[4].
Η συγγραφέας πρόσφερε τα φώτα της στην ταινία του Τάσου Μπουλμέτη «Πολίτικη Κουζίνα», οπότε όποιος έχει δει την ταινία και αναρωτιέται πώς φτιάχνονταν τα καλούδια των γευμάτων και τι ήταν αυτά, θα πάρει μία καλή ιδέα ξεφυλλίζοντας αυτές τις σελίδες.
Το βιβλίο έχει κυκλοφορήσει και μεταφρασμένο στην τούρκικη γλώσσα το 2000.
_____
[1] Σούλα Μπόζη, Πολίτικη Κουζίνα, Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα, 2009, σελ. 17.
[2] Σούλα Μπόζη, Πολίτικη Κουζίνα, ό.π., σελ. 185.
[3] Ηλίας Πετρόπουλος, Η Εθνική Φασουλάδα, Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα, 1993, σελ. 66-67.
[4] Σούλα Μπόζη, Πολίτικη Κουζίνα, ό.π., σελ. 16.
Συγγραφέας: Σούλα Μπόζη
Εκδόσεις: Ελληνικά Γράμματα
Έτος: 2009
Περιγραφή
Το βιβλίο είναι πολύ πλούσιο σε πληροφορία και αφορά όσους υποκινούνται από το πάθος της γνώσης που ξυπνά την περιέργεια. Δεν πρόκειται για ένα απλό βιβλίο συνταγών. Τα δύο τρίτα του είναι κομμάτια ιστορίας για την ανάπτυξη και εξέλιξη της πολίτικης κουζίνας, του εμπορίου, των υλικών και όλων των παραμέτρων που την επηρέασαν, όπως ήταν η συνύπαρξη τόσων εθνοτήτων στην ίδια πόλη. Επομένως η συνάντηση και το πάντρεμα των υλικών είναι στενά συνδεδεμένα με το σύνθετο πλέγμα ανθρώπινων δικτύων που χαρακτήριζαν την Πόλη. Η κουζίνα, αν θυμηθούμε λίγο τη Λωξάνδρα της Μαρίας Ιορδανίδου, υπήρξε ένα γυναικείο άδυτο λίγο πολύ, γιατί ήταν ένας τόπος όπου οι γυναίκες διεύρυναν τις δεξιότητές τους, εφόσον η όποια άλλη επαγγελματική δραστηριοποίηση ήταν σχεδόν απαγορευμένη, εκτός εξαιρέσεων, έως και τη δεκαετία του ’60[1]. Αλλά στην «Οικοκυρική Σχολή» όσες μπορούσαν και ενδιαφέρονταν αποκτούσαν τις προϋποθέσεις για να μεγαλουργήσουν. Η λεπτομερής έρευνα της συγγραφέα, εμπλουτισμένη με πολλές φωτογραφίες, που αποτελούν έναν κόσμο μόνες τους, με γκραβούρες και πίνακες από το 16ο αιώνα έως περίπου τη δεκαετία του ’70, διαβάζεται ευχάριστα, σχεδόν σαν μυθιστόρημα, ζωντανεύοντας παραστατικά αιώνες ιστορίας. Σε αυτή την πλούσια ερεθισμάτων περιήγηση συμπεριλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, οι εποχικές δραστηριότητες, τα έθιμα, οι εορταστικές περίοδοι, η σπιτική κουζίνα και οι καθημερινές συνήθειες, οι πρώτες ύλες, οι αγορές, οι συντεχνίες, οι πλανόδιοι πωλητές και τα γνωστά στέκια της Πόλης. Καταλήγοντας στην παλατιανή κουζίνα μέσα από αφηγήσεις ταξιδιωτών και τέλος σε ό,τι αφορά τον καφέ, από τον πρώτο εντοπισμό του «στις πηγές το 12ο αιώνα στην Αιθιοπία, στην Αραβική Χερσόνησο, στην Αίγυπτο και στην Συρία»[2] έως την ιεροτελεστία σερβιρίσματός του.
Στο τελευταίο ένα τρίτο περίπου του βιβλίου ακολουθούν οι συνταγές, παρμένες από νοικοκυρές, εστιατόρια της Πόλης και άλλες πηγές. Ταξινομούνται σε μεζέδες, λαδερά, ψάρια, κρέατα, ρύζια, πίτες, σούπες, γλυκά και σπιτικά παρασκευάσματα κυρίως με τουρσιά και παστά. Διάσπαρτα βρίσκει όμως κανείς και μία ποικιλία διαφορετικών γευστικών εμπνεύσεων στο πνεύμα της πολίτικης πολυπολιτισμικότητας, όπως το συκωτάκι ηπειρώτικο ή τη σκορδαλιά με φιστικιά Αιγίνης, ιδέα της συγγραφέα, αφορμή της πολίτικης σκορδαλιάς με αμύγδαλα, κουκουνάρια ή καρύδια. Συμπεριλαμβάνονται γνωστές συνταγές, που λιγότερο ή περισσότερο έφτασαν και σε εμάς, όπως το αρνί καπαμά (το αντίστοιχο με το ελληνικό φρικασέ), οι μελιτζάνες ιμάμ, οι ψευτοκεφτέδες κάθε είδους (χωρίς κρέας), οι αμπελοντολμάδες και τα λοιπά.
Σε ορισμένες συνταγές οι ονομασίες είναι παλιότερες και έχουν πλέον επικρατήσει άλλες, όπως για το σφουγγάτο, για παράδειγμα, την ομελέτα. Ο Ηλίας Πετρόπουλος μας πληροφορεί πως «ο λαός είχε για την ομελέτα τις ονομασίες σφουγγάτο/ καγιανιάς ή καϊγανάς/ φούστορο ή φούστρο […] Το νεοελληνικό ομελέτα δεν μπορεί να κατάγεται από το ιταλικό omeletta, που λανσαρίστηκε μετά το 1940. […] Όλα φαίνεται να άρχισαν από το λατινικό lamella (υποκοριστικό του lama ‒ λάμα, λαμίτσα) […] Λένε ότι η ομελέτα ονομάστηκε έτσι γιατί ήταν τόσο λεπτή που έμοιαζε με λάμα ή ότι την έψηναν πάνω σε μία μικρή λαμαρίνα κτλ. Με την ίδια λογική πλάστηκε και η λέξη σφουγγάτο, επειδή η ομελέτα μοιάζει με σφουγγάρι. Η λέξη καγιανάς είναι τουρκικής προελεύσεως. Αγνοώ την ετυμολογία της λέξης φούστορο αλλά φαντάζομαι πως είναι ιταλικής αρχής. […] Την λέξη σφουγγάτο την χρησιμοποιούσανε σχεδόν σ’ όλη την χώρα»[3]. Επίσης βρίσκουμε συνταγές με διαφορετική συνήθη ονομασία αλλά ανάλογη παρασκευή όπως το σαλάμι, το μωσαϊκό ή κορμός με σοκολάτα, μπισκότα κτλ. Βουτώντας, ενδεχομένως ο αναγνώστης να επαναφέρει και μνήμες είτε έχει είτε δεν έχει καταγωγή από την Πόλη. Σε μένα τα μύδια σαλμά ‒προαιρετικά κοκκινιστά, με κρεμμύδια και αρωματισμένα με μπαχαρικά‒ θύμισαν μία συμμαθήτριά μου πολίτικης καταγωγής που τα μνημόνευε πολλάκις, με αποτέλεσμα να μου φαντάζουν ως έδεσμα μυθικό. Το όνειρο γίνεται επιτέλους πραγματικότητα… Στα γλυκά, τέλος, θα βρει πεδίο δράσης ο λάτρης του είδους, ξεκινώντας από τα κεράσματα και φτάνοντας στο ταούκ γκιογκσού (η γεύση του μοιάζει με του ρυζόγαλου και φτιάχνεται με ψιλολιανισμένο στήθος κοτόπουλου) στο εκμέκ, τα τρίγωνα, την μπουγάτσα, τον ασουρέ και πολλές άλλες πολίτικες γλυκολιχουδιές.
Έχοντας φάει τον πιο ελαφρύ και γευστικό αφράτο σιμιγδαλένιο χαλβά από πλανόδιο πωλητή στην ανοιχτή αγορά της Πόλης, κρατάω μία φράση που εξυμνεί την ουσία και την απλότητα με προφανή αντοχή στο χρόνο:
Στην πολίτικη κουζίνα «Η γεύση προηγείται της εμφάνισης. Η Εμφάνιση είναι επιμελημένη αλλά όχι εξεζητημένη»[4].
Η συγγραφέας πρόσφερε τα φώτα της στην ταινία του Τάσου Μπουλμέτη «Πολίτικη Κουζίνα», οπότε όποιος έχει δει την ταινία και αναρωτιέται πώς φτιάχνονταν τα καλούδια των γευμάτων και τι ήταν αυτά, θα πάρει μία καλή ιδέα ξεφυλλίζοντας αυτές τις σελίδες.
Το βιβλίο έχει κυκλοφορήσει και μεταφρασμένο στην τούρκικη γλώσσα το 2000.
_____
[1] Σούλα Μπόζη, Πολίτικη Κουζίνα, Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα, 2009, σελ. 17.
[2] Σούλα Μπόζη, Πολίτικη Κουζίνα, ό.π., σελ. 185.
[3] Ηλίας Πετρόπουλος, Η Εθνική Φασουλάδα, Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα, 1993, σελ. 66-67.
[4] Σούλα Μπόζη, Πολίτικη Κουζίνα, ό.π., σελ. 16.
Η τέχνη της πίτας (2007)
Συγγραφέας: Σούλα Γηραλέα
Εκδόσεις: Πατάκη
Έτος: 2011
Περιγραφή
Το βιβλίο, η νέα βελτιωμένη του έκδοση, περιέχει συνταγές για πίτες αλμυρές και γλυκές και ζύμωμα φύλλου κάθε είδους, προερχόμενες από τη Δ. Μακεδονία. Οι φωτογραφίες, τα σχέδια και η λεπτομερής περιγραφή παρασκευής του φύλλου βοηθούν όποιον δεν είναι εξοικειωμένος με το άνοιγμα, την κατάλληλη προετοιμασία και το ψήσιμο. Οι συνταγές προκύπτουν από το εμπειρικό σεντούκι νοικοκυρών ή βασίζονται σε παραδοσιακές συνταγές της περιοχής. Οι φωτογραφίες και οι αφηγήσεις κατατοπίζουν τον αναγνώστη για τους τόπους προέλευσής τους, παρέχοντας στοιχεία για την ιστορία τους. Ο ενδιαφερόμενος βρίσκει τα μυστικά για μία επιτυχημένη πίτα ακόμα και για τις θερμίδες που αντιστοιχούν στις πολύφυλλες πίτες που αλείφονται με λάδι. Τέλος, στο «Παράρτημα» βρίσκουμε πληροφορίες για το αλεύρι και τη σωστή σε κάθε περίπτωση επιλογή του, παροιμίες της Κοζάνης με αναφορές στην πίτα, ευρετήριο συνταγών, πηγές φωτογραφιών και άλλα.
Στη συγγραφέα χορηγήθηκε Δίπλωμα Ευρεσιτεχνίας για το «πολύφυλλο» από τον «Οργανισμό Βιομηχανικής Ιδιοκτησίας» και το βιβλίο τιμήθηκε με βραβεία σε διαγωνισμούς στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.
Συγγραφέας: Σούλα Γηραλέα
Εκδόσεις: Πατάκη
Έτος: 2011
Περιγραφή
Το βιβλίο, η νέα βελτιωμένη του έκδοση, περιέχει συνταγές για πίτες αλμυρές και γλυκές και ζύμωμα φύλλου κάθε είδους, προερχόμενες από τη Δ. Μακεδονία. Οι φωτογραφίες, τα σχέδια και η λεπτομερής περιγραφή παρασκευής του φύλλου βοηθούν όποιον δεν είναι εξοικειωμένος με το άνοιγμα, την κατάλληλη προετοιμασία και το ψήσιμο. Οι συνταγές προκύπτουν από το εμπειρικό σεντούκι νοικοκυρών ή βασίζονται σε παραδοσιακές συνταγές της περιοχής. Οι φωτογραφίες και οι αφηγήσεις κατατοπίζουν τον αναγνώστη για τους τόπους προέλευσής τους, παρέχοντας στοιχεία για την ιστορία τους. Ο ενδιαφερόμενος βρίσκει τα μυστικά για μία επιτυχημένη πίτα ακόμα και για τις θερμίδες που αντιστοιχούν στις πολύφυλλες πίτες που αλείφονται με λάδι. Τέλος, στο «Παράρτημα» βρίσκουμε πληροφορίες για το αλεύρι και τη σωστή σε κάθε περίπτωση επιλογή του, παροιμίες της Κοζάνης με αναφορές στην πίτα, ευρετήριο συνταγών, πηγές φωτογραφιών και άλλα.
Στη συγγραφέα χορηγήθηκε Δίπλωμα Ευρεσιτεχνίας για το «πολύφυλλο» από τον «Οργανισμό Βιομηχανικής Ιδιοκτησίας» και το βιβλίο τιμήθηκε με βραβεία σε διαγωνισμούς στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.
Λευκαδίτικα μαγειρέματα (2008)
Γεύσεις, αφηγήσεις και έθιμα στον κύκλο του χρόνου
Συγγραφέας: Εύη Λ. Βουτσινά
Εκδόσεις: Fagotto books
Έτος: 2008
Στο προηγούμενο τεύχος της τρελής piñata, στο Μέρος Α’ των προτάσεων «σαν μπουκιές γαστριμαργικής εμπειρίας!» υπήρχε μία άλλη αντιπρόσωπος των Επτανήσων, η Κέρκυρα, με τις Γυναίκες από Ζάχαρη. Εδώ βρίσκουμε τη Λευκάδα. Αυτό το βιβλίο μού αρέσει πολύ, γιατί είναι από όσα δεν παραθέτουν απλώς συνταγές. Είναι γραμμένο με ευαισθησία και βασίζεται σε έρευνα της Λευκαδίτισσας Εύης Λ. Βουτσινά. Η Εύη Βουτσινά έχει πραγματοποιήσει ανάλογες έρευνες και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας με στόχο να αναδείξει τη μαγειρική του αγροτικού χώρου, που προσανατολίζεται ανά εποχή ανάλογα με τα εκάστοτε τοπικά προϊόντα. Και όπως γράφει η ίδια στον πρόλογο:
«Ξεκίνησα αυτή την εργασία από την επιθυμία να γνωρίσω τις μαγειρικές μου καταβολές και να πάψω να παραπαίω σε αλλότρια χωράφια. Όχι επειδή υποτιμώ τη μαγειρική (και όχι μόνο) παράδοση άλλων χωρών, αλλά επειδή, για να υπάρξει κανείς δημιουργικά, είναι απαραίτητο να γνωρίζει την ταυτότητά του. Μόνο έτσι μπορεί να αποφύγει την παγκοσμιο-πολτοποίηση και να συμβάλει με τα δικά του πολιτισμικά στοιχεία στην πολυχρωμία του παγκόσμιου χωριού, που έχει πια γίνει ο κόσμος μας. Δε θέλω να γυρίσω πίσω. Ξέρω όμως ότι κλαδί χωρίς ρίζα δε μεγαλώνει, ξεραίνεται. Αυτή τη ρίζα θέλω να γνωρίσω και να συμβάλω στην καινούρια ανθοφορία της»[1].
Πιο πολύ από βιβλίο συνταγών αποτελεί ένα ταξίδι, μέσα από πολλά μικρά «διηγήματα» ‒ συνταγές, καθώς διαβάζοντάς το παρεμβάλλονται μικρές αφηγήσεις, όχι μόνο σε σχέση με την εκτέλεσή τους αλλά με τα ήθη, τα έθιμα, την καθημερινότητα και την ιστορία του νησιού μέσα από μαρτυρίες κατοίκων, στις οποίες διατηρείται το γλωσσικό ιδίωμα. Στο τέλος του βιβλίου παρατίθεται κατάλογος με όλα τα ονόματα όσων συμμετείχαν σε αυτή την έρευνα.
_____
[1] Εύη Λ. Βουτσινά, Λευκαδίτικα μαγειρέματα, Fagotto books, Αθήνα, 2008, σελ. 8.
Γεύσεις, αφηγήσεις και έθιμα στον κύκλο του χρόνου
Συγγραφέας: Εύη Λ. Βουτσινά
Εκδόσεις: Fagotto books
Έτος: 2008
Στο προηγούμενο τεύχος της τρελής piñata, στο Μέρος Α’ των προτάσεων «σαν μπουκιές γαστριμαργικής εμπειρίας!» υπήρχε μία άλλη αντιπρόσωπος των Επτανήσων, η Κέρκυρα, με τις Γυναίκες από Ζάχαρη. Εδώ βρίσκουμε τη Λευκάδα. Αυτό το βιβλίο μού αρέσει πολύ, γιατί είναι από όσα δεν παραθέτουν απλώς συνταγές. Είναι γραμμένο με ευαισθησία και βασίζεται σε έρευνα της Λευκαδίτισσας Εύης Λ. Βουτσινά. Η Εύη Βουτσινά έχει πραγματοποιήσει ανάλογες έρευνες και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας με στόχο να αναδείξει τη μαγειρική του αγροτικού χώρου, που προσανατολίζεται ανά εποχή ανάλογα με τα εκάστοτε τοπικά προϊόντα. Και όπως γράφει η ίδια στον πρόλογο:
«Ξεκίνησα αυτή την εργασία από την επιθυμία να γνωρίσω τις μαγειρικές μου καταβολές και να πάψω να παραπαίω σε αλλότρια χωράφια. Όχι επειδή υποτιμώ τη μαγειρική (και όχι μόνο) παράδοση άλλων χωρών, αλλά επειδή, για να υπάρξει κανείς δημιουργικά, είναι απαραίτητο να γνωρίζει την ταυτότητά του. Μόνο έτσι μπορεί να αποφύγει την παγκοσμιο-πολτοποίηση και να συμβάλει με τα δικά του πολιτισμικά στοιχεία στην πολυχρωμία του παγκόσμιου χωριού, που έχει πια γίνει ο κόσμος μας. Δε θέλω να γυρίσω πίσω. Ξέρω όμως ότι κλαδί χωρίς ρίζα δε μεγαλώνει, ξεραίνεται. Αυτή τη ρίζα θέλω να γνωρίσω και να συμβάλω στην καινούρια ανθοφορία της»[1].
Πιο πολύ από βιβλίο συνταγών αποτελεί ένα ταξίδι, μέσα από πολλά μικρά «διηγήματα» ‒ συνταγές, καθώς διαβάζοντάς το παρεμβάλλονται μικρές αφηγήσεις, όχι μόνο σε σχέση με την εκτέλεσή τους αλλά με τα ήθη, τα έθιμα, την καθημερινότητα και την ιστορία του νησιού μέσα από μαρτυρίες κατοίκων, στις οποίες διατηρείται το γλωσσικό ιδίωμα. Στο τέλος του βιβλίου παρατίθεται κατάλογος με όλα τα ονόματα όσων συμμετείχαν σε αυτή την έρευνα.
_____
[1] Εύη Λ. Βουτσινά, Λευκαδίτικα μαγειρέματα, Fagotto books, Αθήνα, 2008, σελ. 8.
Κρητική Κουζίνα (2008)
Συγγραφέας: Σοφία Κατσανεβάκη
Εκδόσεις: Icons
Έτος: 2008
Περιγραφή
Η σοφή κρητική κουζίνα, πυρήνας της μεσογειακής διατροφής, ξετυλίγεται στις σελίδες του βιβλίου. Το υλικό είναι ταξινομημένο σε Καλτσούνια ‒ Πίτες, Χόρτα ‒ Λαδερά ‒ Διάφορα (π.χ., αμανίτες, τα μανιτάρια και χοχλιοί, τα σαλιγκάρια, αυγά, πατάτες και σούπες), Θαλασσινά, Κρέας, Επιδόρπια ‒ Γλυκά. Ξεκινάει με μία εισαγωγή για την ιστορία της γαστρονομίας της περιοχής και για τα διάφορα προϊόντα, τα αρωματικά φυτά, τα κρασιά, τα τυριά, τις ελιές, τα παξιμάδια κτλ., και στη συνέχισα παρατίθενται οι συνταγές. Στο πρώτο κεφάλαιο, το ζυμάρι με ½ ποτηράκι του καφέ τσικουδιά για καλιτσούνια και πίτες, που το έχω ανοίξει, θα σας βγάλει ασπροπρόσωπους και φτουράει για πολλά κομμάτια. Ακολουθεί μία ποικιλία συνταγών για πιταράκια, σφακιανές πίτες, μαραθόπιτα κτλ. Τα πιάτα είναι από τα πιο γνωστά και αγαπημένα της κρητικής κουζίνας: χανιώτικο μπουρέκι, κουκιά τριφτά (θριφτά), τσιγαριαστά χόρτα, βολβιοί ή βροβιοί ξιδάτοι, αγκινάρες με κουκιά, ντολμαδάκια με κληματόφυλλα (βγαίνουν εξαιρετικά νόστιμα), αμανίτες με ρίγανη και λεμόνι, χοχλιοί μπουμπουριστοί, χοχλιοί στιφάδο, αυγά μάτια με στάκα, πατάτες οφτές, αχινοσαλάτα, χταπόδι πιλάφι, σουπιές με μάραθο και ελιές πράσινες (τσακιστές) κ.ά.
Συγγραφέας: Σοφία Κατσανεβάκη
Εκδόσεις: Icons
Έτος: 2008
Περιγραφή
Η σοφή κρητική κουζίνα, πυρήνας της μεσογειακής διατροφής, ξετυλίγεται στις σελίδες του βιβλίου. Το υλικό είναι ταξινομημένο σε Καλτσούνια ‒ Πίτες, Χόρτα ‒ Λαδερά ‒ Διάφορα (π.χ., αμανίτες, τα μανιτάρια και χοχλιοί, τα σαλιγκάρια, αυγά, πατάτες και σούπες), Θαλασσινά, Κρέας, Επιδόρπια ‒ Γλυκά. Ξεκινάει με μία εισαγωγή για την ιστορία της γαστρονομίας της περιοχής και για τα διάφορα προϊόντα, τα αρωματικά φυτά, τα κρασιά, τα τυριά, τις ελιές, τα παξιμάδια κτλ., και στη συνέχισα παρατίθενται οι συνταγές. Στο πρώτο κεφάλαιο, το ζυμάρι με ½ ποτηράκι του καφέ τσικουδιά για καλιτσούνια και πίτες, που το έχω ανοίξει, θα σας βγάλει ασπροπρόσωπους και φτουράει για πολλά κομμάτια. Ακολουθεί μία ποικιλία συνταγών για πιταράκια, σφακιανές πίτες, μαραθόπιτα κτλ. Τα πιάτα είναι από τα πιο γνωστά και αγαπημένα της κρητικής κουζίνας: χανιώτικο μπουρέκι, κουκιά τριφτά (θριφτά), τσιγαριαστά χόρτα, βολβιοί ή βροβιοί ξιδάτοι, αγκινάρες με κουκιά, ντολμαδάκια με κληματόφυλλα (βγαίνουν εξαιρετικά νόστιμα), αμανίτες με ρίγανη και λεμόνι, χοχλιοί μπουμπουριστοί, χοχλιοί στιφάδο, αυγά μάτια με στάκα, πατάτες οφτές, αχινοσαλάτα, χταπόδι πιλάφι, σουπιές με μάραθο και ελιές πράσινες (τσακιστές) κ.ά.
Ξερολιθιές της γεύσης (2009)
Συγγραφέας: Δημήτρης Ευαγ. Παπαδόπουλος
Εκδόσεις: Ίνδικτος
Έτος: 2009
Περιγραφή
Το βιβλίο μάς παραδίδει συνταγές από τη Νάξο σε συνδυασμό με τα ήθη, τα έθιμα με τα οποία συνδέονται, και με τις εποχικές συνήθειες και δραστηριότητες της περιοχής. Η Νάξος είναι ένα νησί που παράγει διάφορα προϊόντα, όπως την περίφημη πατάτα Νάξου, το κίτρο, τα τυριά κ.ά., διαθέτοντας έτσι ποικιλία υλικών, που ευνοούν την ύπαρξη μιας αξιόλογης τοπικής κουζίνας. Κάποια χαρακτηριστικά πιάτα και γλυκά είναι ο καλόγηρος (Γίνεται με κομμάτια κοκκινιστού μοσχαριού σερβιρισμένα σε μία φέτα τηγανητής μελιτζάνας, με ξινομυζήθρα, μία φέτα ντομάτας και ψημένα στο φούρνο να λιώσει η πασπαλισμένη με κανέλα γραβιέρα Νάξου με την οποία στεφανώνονται. «Πήρε το όνομά του από το μαύρο της μελιτζάνας και το καπελάκι που σχηματίζει το τυρί από πάνω»[1]. Είναι εύκολο και νόστιμο πιάτο, δοκιμάστε να το φτιάξετε και εσείς!), το σαλατούρι (σαλάτα από σελάχι), οι γούνες λιόκαφτες, τα λουκάνικα, το παστό χοιρινό, οι αμαθιές (έντερα γεμιστά με χορταρικά), το γλυνερό (κομματάκια χοιρινού μαγειρεμένο στο λίπος του από την περιοχή της κοιλιάς που συντηρείται σε βάζα), τα κάρφα (ομελέτα με κάρφα, είδος χόρτων), η κολοκυθοπαστίτσα (είδος ασκέπαστης πίτας στο τηγάνι με γλυκό κολοκύθι, αλεύρι, κρεμμύδια, και καυτερές πιπεριές), οι λουκουμάδες με κίτρο Νάξου και τα Παπιλώνια (γλυκό του κουταλιού με γλυκό από διασταύρωση περγαμόντου με νεράντζι). Αυτά και πολλά άλλα μπορεί να απολαύσει ο μύστης του νησιού και όποιος άλλος διατίθεται να βουτήξει στη γευστική πανδαισία που προσφέρουν οι σελίδες του βιβλίου και οι δελεαστικές του φωτογραφίες.
_____
[1] Δημήτρης Ευαγ. Παπαδόπουλος, Ξερολιθιές της Γεύσης, Παράδοση και Γαστρονομία της Νάξου, Πρόλογος Ηλία Μαμαλάκη, Εκδόσεις Ίνδικτος, Αθήνα, 2009, σελ. 192.
Συγγραφέας: Δημήτρης Ευαγ. Παπαδόπουλος
Εκδόσεις: Ίνδικτος
Έτος: 2009
Περιγραφή
Το βιβλίο μάς παραδίδει συνταγές από τη Νάξο σε συνδυασμό με τα ήθη, τα έθιμα με τα οποία συνδέονται, και με τις εποχικές συνήθειες και δραστηριότητες της περιοχής. Η Νάξος είναι ένα νησί που παράγει διάφορα προϊόντα, όπως την περίφημη πατάτα Νάξου, το κίτρο, τα τυριά κ.ά., διαθέτοντας έτσι ποικιλία υλικών, που ευνοούν την ύπαρξη μιας αξιόλογης τοπικής κουζίνας. Κάποια χαρακτηριστικά πιάτα και γλυκά είναι ο καλόγηρος (Γίνεται με κομμάτια κοκκινιστού μοσχαριού σερβιρισμένα σε μία φέτα τηγανητής μελιτζάνας, με ξινομυζήθρα, μία φέτα ντομάτας και ψημένα στο φούρνο να λιώσει η πασπαλισμένη με κανέλα γραβιέρα Νάξου με την οποία στεφανώνονται. «Πήρε το όνομά του από το μαύρο της μελιτζάνας και το καπελάκι που σχηματίζει το τυρί από πάνω»[1]. Είναι εύκολο και νόστιμο πιάτο, δοκιμάστε να το φτιάξετε και εσείς!), το σαλατούρι (σαλάτα από σελάχι), οι γούνες λιόκαφτες, τα λουκάνικα, το παστό χοιρινό, οι αμαθιές (έντερα γεμιστά με χορταρικά), το γλυνερό (κομματάκια χοιρινού μαγειρεμένο στο λίπος του από την περιοχή της κοιλιάς που συντηρείται σε βάζα), τα κάρφα (ομελέτα με κάρφα, είδος χόρτων), η κολοκυθοπαστίτσα (είδος ασκέπαστης πίτας στο τηγάνι με γλυκό κολοκύθι, αλεύρι, κρεμμύδια, και καυτερές πιπεριές), οι λουκουμάδες με κίτρο Νάξου και τα Παπιλώνια (γλυκό του κουταλιού με γλυκό από διασταύρωση περγαμόντου με νεράντζι). Αυτά και πολλά άλλα μπορεί να απολαύσει ο μύστης του νησιού και όποιος άλλος διατίθεται να βουτήξει στη γευστική πανδαισία που προσφέρουν οι σελίδες του βιβλίου και οι δελεαστικές του φωτογραφίες.
_____
[1] Δημήτρης Ευαγ. Παπαδόπουλος, Ξερολιθιές της Γεύσης, Παράδοση και Γαστρονομία της Νάξου, Πρόλογος Ηλία Μαμαλάκη, Εκδόσεις Ίνδικτος, Αθήνα, 2009, σελ. 192.
Ελληνική Κουζίνα (2009)
Συγγραφέας: Χριστόφορος Πέσκιας
Εκδόσεις: Η Καθημερινή
Έτος: 2009
Περιγραφή
Ο Χριστόφορος Πέσκιας σε αυτό το τεύχος της σειράς «Βιβλιοθήκη Γεύσης» προτείνει συνταγές με υλικά που εντοπίζονται στην ελληνική και κυπριακή κουζίνα παίζοντας μαζί τους δημιουργικά. Συμπεριλαμβάνονται συνταγές για πίτες και τάρτες, σαλάτες και λαχανικά, σούπες, ρύζι, όσπρια και ζυμαρικά, κρέας και αλλαντικά, ψάρια, θαλασσινά και γλυκά. Ενδεικτικά αναφέρω: κυπριακές φλαούνες (με συνταγή για τη ζύμη, στη γέμιση χαλούμι, λαδοτύρι Μυτιλήνης, δυόσμο, σταφίδες κ.ά.), τάρτα με πράσα και κοπανιστή Μυκόνου, κυπριακή κολοκυθόπιτα με πλιγούρι, μελιτζάνες ιμάμ με παγωτό φέτας, ντάκος στραπατσάδα, σούπα τραχανά με μαστίχα, μακαρόνια με λιαστές ντομάτες και παλαιωμένο ανθότυρο, φρυγανισμένο ψωμί με λούντζα (αλλαντικό κυκλαδίτικο κυρίως, διαθέσιμο σε ενημερωμένα παντοπωλεία κα σουπερμάρκετ) και κρέμα από μανούρι, συμιακό γαριδάκι (μόνο το καλοκαίρι) τηγανητό με μαγιονέζα με σκόρδο και σαφράν (κρόκος Κοζάνης), μους χαλβά με «μπισκότο» σουσαμιού, cheesecake με κρητική μυζήθρα κ.ά. Το τεύχος ξεκινάει με κάποιες χρήσιμες συμβουλές και ολοκληρώνεται με το «Παράρτημα», όπου θα βρείτε συνταγές για ζωμούς.
Ενδεχομένως οι πιο πολλές να μην είναι συνταγές για κάθε μέρα, είναι, όμως, λειτουργικές για όλες τις εποχές του χρόνου και μπορούν να αποτελέσουν μία καλή λύση σε μία ξεχωριστή περίπτωση που θα θέλουμε να πειραματιστούμε, ανανεώνοντας και εμπλουτίζοντας τον εμπειρικό μας καμβά και αφήνοντας τη φαντασία μας να ταξιδέψει. Έπειτα, μπορούν να γίνουν αφορμή νέων ιδεών. Όπως τα γράμματα της αλφαβήτα φαίνονται λίγα αριθμητικά σε σχέση με τους άπειρους συνδυασμούς από τους οποίους προκύπτουν αμέτρητες λέξεις, ενώ διαρκώς γεννιούνται νέες, έτσι συμβαίνει και με τα υλικά. Η γευστική γκάμα εν δυνάμει και εν κινήσει μονίμως διευρύνεται με απλά, σύντομα ή και πολύ μακρινά ταξίδια, χωρίς να είναι κατ’ ανάγκη πολύπλοκα. Καλά δημιουργικά ταξίδια, λοιπόν!
Συγγραφέας: Χριστόφορος Πέσκιας
Εκδόσεις: Η Καθημερινή
Έτος: 2009
Περιγραφή
Ο Χριστόφορος Πέσκιας σε αυτό το τεύχος της σειράς «Βιβλιοθήκη Γεύσης» προτείνει συνταγές με υλικά που εντοπίζονται στην ελληνική και κυπριακή κουζίνα παίζοντας μαζί τους δημιουργικά. Συμπεριλαμβάνονται συνταγές για πίτες και τάρτες, σαλάτες και λαχανικά, σούπες, ρύζι, όσπρια και ζυμαρικά, κρέας και αλλαντικά, ψάρια, θαλασσινά και γλυκά. Ενδεικτικά αναφέρω: κυπριακές φλαούνες (με συνταγή για τη ζύμη, στη γέμιση χαλούμι, λαδοτύρι Μυτιλήνης, δυόσμο, σταφίδες κ.ά.), τάρτα με πράσα και κοπανιστή Μυκόνου, κυπριακή κολοκυθόπιτα με πλιγούρι, μελιτζάνες ιμάμ με παγωτό φέτας, ντάκος στραπατσάδα, σούπα τραχανά με μαστίχα, μακαρόνια με λιαστές ντομάτες και παλαιωμένο ανθότυρο, φρυγανισμένο ψωμί με λούντζα (αλλαντικό κυκλαδίτικο κυρίως, διαθέσιμο σε ενημερωμένα παντοπωλεία κα σουπερμάρκετ) και κρέμα από μανούρι, συμιακό γαριδάκι (μόνο το καλοκαίρι) τηγανητό με μαγιονέζα με σκόρδο και σαφράν (κρόκος Κοζάνης), μους χαλβά με «μπισκότο» σουσαμιού, cheesecake με κρητική μυζήθρα κ.ά. Το τεύχος ξεκινάει με κάποιες χρήσιμες συμβουλές και ολοκληρώνεται με το «Παράρτημα», όπου θα βρείτε συνταγές για ζωμούς.
Ενδεχομένως οι πιο πολλές να μην είναι συνταγές για κάθε μέρα, είναι, όμως, λειτουργικές για όλες τις εποχές του χρόνου και μπορούν να αποτελέσουν μία καλή λύση σε μία ξεχωριστή περίπτωση που θα θέλουμε να πειραματιστούμε, ανανεώνοντας και εμπλουτίζοντας τον εμπειρικό μας καμβά και αφήνοντας τη φαντασία μας να ταξιδέψει. Έπειτα, μπορούν να γίνουν αφορμή νέων ιδεών. Όπως τα γράμματα της αλφαβήτα φαίνονται λίγα αριθμητικά σε σχέση με τους άπειρους συνδυασμούς από τους οποίους προκύπτουν αμέτρητες λέξεις, ενώ διαρκώς γεννιούνται νέες, έτσι συμβαίνει και με τα υλικά. Η γευστική γκάμα εν δυνάμει και εν κινήσει μονίμως διευρύνεται με απλά, σύντομα ή και πολύ μακρινά ταξίδια, χωρίς να είναι κατ’ ανάγκη πολύπλοκα. Καλά δημιουργικά ταξίδια, λοιπόν!
Στην κουζίνα των Κενταύρων (2011)
Συγγραφέας: Έννη Λεβέντη, Αγγέλα Γανωτή
Εκδόσεις: Εταιρεία «Metaphrasis»
Έτος: 2011
Περιγραφή
Το βιβλίο προτείνει 80 συνταγές της πηλιορείτικης παραδοσιακής κουζίνας σε τρεις γλώσσες, ελληνικά, αγγλικά και γερμανικά. Οι συνταγές προέρχονται από κατοίκους της περιοχής, ενώ οι σελίδες εμπλουτίζονται με τις φωτογραφίες τους, με πιάτα και με τοπία. Επίσης υπάρχουν γνωμικά, συμβουλές περιήγησης για τους επίδοξους ταξιδευτές, περιγραφές των υλικών και των τοπικών προϊόντων. Οι συνταγές διαμορφώνουν έναν άτυπο χάρτη με τους τόπους και τα χωριά που αναφέρονται.
Ενδεικτικά παραθέτω: τραχανάς με λουκάνικο (Σταγιάτες), πρασόπιτα στριφτή (κρουστάρια, Μακρινίτσα), βετούλι κοκκινιστό (κατσικάκι με χυλοπίτες ή πατάτες τηγανητές, Μακρινίτσα), χοιρινό με κυδώνια (Άλλη Μεριά), κουνέλι στιφάδο (Ζαγορά), γαρδουμπάκια (Άνω Βόλος), τηγανόκλουρες (Λαύκο), κακαβιά (Τρίκερι), καραβιδομακαρονάδα (Τρίκερι), μπακαλιάρος με άγρια χόρτα (Άφισσος), διάφορα ζυμαρικά, χόρτα, πίτες κ.ά.
Το Πήλιο αποτελεί έναν προορισμό για όλες τις εποχές του χρόνου. Είναι ονομαστό, πέραν της ομορφιάς του, της αρχιτεκτονικής κτλ., και για την τοπική κουζίνα. Επομένως για όποιον επιθυμεί να το επισκεφτεί και θέλει να ξέρει τι να περιμένει ή τι να ψάξει να βρει ή για όποιον έχει ήδη επισκεφτεί το μέρος και επιθυμεί να επαναλάβει το ταξίδι μέσω μίας γευστικής διαδρομής, αυτό το βιβλίο προσφέρει τη δυνατότητα.
* Για την ιστορία, το χωριό Τρίκερι, όπως μας πληροφορεί η Κουζίνα των Κενταύρων, ιδρύθηκε όταν οι κάτοικοι έφυγαν από το νησάκι Τρίκερι, που βρίσκεται στον Παγασητικό κόλπο, γιατί υπέφεραν από τις επιθέσεις Πειρατών. Έτσι πέρασαν απέναντι προς εύρεση καλύτερης τύχης[1]. Το νησάκι Τρίκερι αργότερα επί Εμφυλίου και μετεμφυλιακά υπήρξε στρατόπεδο πειθαρχημένης διαβίωσης γυναικών στο χώρο της Μονής του νησιού. Το 1947 ήταν τόπος εξορίας αντρών και γυναικών, ενώ από το 1948 υπήρχαν μόνο γυναίκες και παιδιά[2]. Έως το 1953 που άδειασε και μεταφέρθηκαν οι τελευταίες εξόριστες γυναίκες στον Αϊ-Στράτη[3]. Σήμερα αποτελεί πόλο έλξης για ήρεμες διακοπές, αλλά την ίδια στιγμή αποτελεί και έναν τόπο μνήμης για όσους ενδιαφέρονται για αυτά τα κομμάτια της σύγχρονης ιστορίας. Έτσι μπορεί να γίνει μία αφορμή επίσκεψης με στόχο τη διατήρηση της μνήμης για την αποφυγή επανάληψης τέτοιων φαινομένων.
_____
[1] Έννη Λεβέντη, Αγγέλα Γανωτή, Στην κουζίνα των Κενταύρων, Εκδόσεις Εταιρεία «Metaphrasis», 2011, σελ. 176.
[2] Πολυμέρης Βόγλης, Η εμπειρία της φυλακής και της εξορίας, Οι πολιτικοί κρατούμενοι στον εμφύλιο, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα, 2004, σελ. 165.
[3] Βασίλης Θ. Λασκαρίδης, Από τον Δεκέμβρη στον Εμφύλίο και 134 μήνες εξορία, Εκδόσεις Βιβλιόραμα, Αθήνα, 2006, σελ. 146.
Συγγραφέας: Έννη Λεβέντη, Αγγέλα Γανωτή
Εκδόσεις: Εταιρεία «Metaphrasis»
Έτος: 2011
Περιγραφή
Το βιβλίο προτείνει 80 συνταγές της πηλιορείτικης παραδοσιακής κουζίνας σε τρεις γλώσσες, ελληνικά, αγγλικά και γερμανικά. Οι συνταγές προέρχονται από κατοίκους της περιοχής, ενώ οι σελίδες εμπλουτίζονται με τις φωτογραφίες τους, με πιάτα και με τοπία. Επίσης υπάρχουν γνωμικά, συμβουλές περιήγησης για τους επίδοξους ταξιδευτές, περιγραφές των υλικών και των τοπικών προϊόντων. Οι συνταγές διαμορφώνουν έναν άτυπο χάρτη με τους τόπους και τα χωριά που αναφέρονται.
Ενδεικτικά παραθέτω: τραχανάς με λουκάνικο (Σταγιάτες), πρασόπιτα στριφτή (κρουστάρια, Μακρινίτσα), βετούλι κοκκινιστό (κατσικάκι με χυλοπίτες ή πατάτες τηγανητές, Μακρινίτσα), χοιρινό με κυδώνια (Άλλη Μεριά), κουνέλι στιφάδο (Ζαγορά), γαρδουμπάκια (Άνω Βόλος), τηγανόκλουρες (Λαύκο), κακαβιά (Τρίκερι), καραβιδομακαρονάδα (Τρίκερι), μπακαλιάρος με άγρια χόρτα (Άφισσος), διάφορα ζυμαρικά, χόρτα, πίτες κ.ά.
Το Πήλιο αποτελεί έναν προορισμό για όλες τις εποχές του χρόνου. Είναι ονομαστό, πέραν της ομορφιάς του, της αρχιτεκτονικής κτλ., και για την τοπική κουζίνα. Επομένως για όποιον επιθυμεί να το επισκεφτεί και θέλει να ξέρει τι να περιμένει ή τι να ψάξει να βρει ή για όποιον έχει ήδη επισκεφτεί το μέρος και επιθυμεί να επαναλάβει το ταξίδι μέσω μίας γευστικής διαδρομής, αυτό το βιβλίο προσφέρει τη δυνατότητα.
* Για την ιστορία, το χωριό Τρίκερι, όπως μας πληροφορεί η Κουζίνα των Κενταύρων, ιδρύθηκε όταν οι κάτοικοι έφυγαν από το νησάκι Τρίκερι, που βρίσκεται στον Παγασητικό κόλπο, γιατί υπέφεραν από τις επιθέσεις Πειρατών. Έτσι πέρασαν απέναντι προς εύρεση καλύτερης τύχης[1]. Το νησάκι Τρίκερι αργότερα επί Εμφυλίου και μετεμφυλιακά υπήρξε στρατόπεδο πειθαρχημένης διαβίωσης γυναικών στο χώρο της Μονής του νησιού. Το 1947 ήταν τόπος εξορίας αντρών και γυναικών, ενώ από το 1948 υπήρχαν μόνο γυναίκες και παιδιά[2]. Έως το 1953 που άδειασε και μεταφέρθηκαν οι τελευταίες εξόριστες γυναίκες στον Αϊ-Στράτη[3]. Σήμερα αποτελεί πόλο έλξης για ήρεμες διακοπές, αλλά την ίδια στιγμή αποτελεί και έναν τόπο μνήμης για όσους ενδιαφέρονται για αυτά τα κομμάτια της σύγχρονης ιστορίας. Έτσι μπορεί να γίνει μία αφορμή επίσκεψης με στόχο τη διατήρηση της μνήμης για την αποφυγή επανάληψης τέτοιων φαινομένων.
_____
[1] Έννη Λεβέντη, Αγγέλα Γανωτή, Στην κουζίνα των Κενταύρων, Εκδόσεις Εταιρεία «Metaphrasis», 2011, σελ. 176.
[2] Πολυμέρης Βόγλης, Η εμπειρία της φυλακής και της εξορίας, Οι πολιτικοί κρατούμενοι στον εμφύλιο, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα, 2004, σελ. 165.
[3] Βασίλης Θ. Λασκαρίδης, Από τον Δεκέμβρη στον Εμφύλίο και 134 μήνες εξορία, Εκδόσεις Βιβλιόραμα, Αθήνα, 2006, σελ. 146.
Εδεσματολόγιον (2011)
Ιωαννίνων, Άρτας, Πρέβεζας, Θεσπρωτίας
Συγγραφέας: Σαραντοπούλου Νάντια και Γιάννης Σαραντόπουλος
Εκδόσεις: Σαββάλας
Έτος: 2011
Περιγραφή
Αυτό το βιβλίο, που είναι χορταστικά μεγάλο, αποτελεί είδος τόμου μίας σειράς με πιάτα από διάφορες περιοχές της Ελλάδας. Στις σελίδες του, όπου παρεμβάλλονται οι συνταγές, υπάρχουν αφηγήσεις για την ιστορία της περιοχής, επενδυμένες εικονογραφικά με σκίτσα, γκραβούρες, σχέδια από παλιά βιβλία, παλιές φωτογραφίες και άλλα. Μαζί με την ιστορία, τα έθιμα, τις γιορτές και τις εποχικές εργασίες, τα παραδοσιακά επαγγέλματα, τα ισνάφια (συντεχνίες), την αρχιτεκτονική κτλ., βρίσκουμε περιγραφές από χρηστικά αντικείμενα που απεικονίζονται φωτογραφικά, τα οποία συνδέονται με τα παραδοσιακά επαγγέλματα, τις συνήθειες και τα είδη οικιακής χρήσης. Κάποια από αυτά είναι η φλογέρα, διάφορα κοσμήματα, εργαλεία και δοχεία για τις εποχικές και οικιακές δραστηριότητες κ.ά.
Ενδεικτικά ορισμένες από τις συνταγές του βιβλίου: χοιρινό με κάστανα, αγριογούρουνο με κυδώνια, βατραχοπόδαρα με κουρκούτι, τσίμα (η) (ψαράκι τηγανητό) και μεζέδες από το νησάκι στη λίμνη Παμβώτιδα, μπατσαριά (είδος αρωματικής χορτόπιτας με ζύμη που περιέχει σταρένιο, καλαμποκίσιο αλεύρι, αυγά, γάλα, γιαούρτι κτλ.), πέστροφα με μυρωδικά, γαρδουμπάκια με διάφορους τρόπους παρασκευής, λάπατα τσιγαριστά, κοτόπουλο με σκορδαλιά καρυδιού, γίδα κοκκινιστή με μακαρόνια, προβατίνα με αγουρίδες, αρνάκι με κορόμηλα και άλλα. Από γλυκά: πατσαβουρόπιτα γλυκιά, κουσμερί (Σαν σιροπιαστό κέικ τυριού με σιμιγδάλι. Ελαφρώς δυσεύρετο, αλλά, αν το φτιάξετε ή το εντοπίσετε, θα με θυμηθείτε.), κοπεγχάγη (μοιάζει με μπακλαβά, η διαφορά είναι ότι συνηθίζεται και με αμύγδαλο), μαρμελάδα κράνα, φλογέρες με λουκούμι και άλλα.
Το βιβλίο για τον εκάστοτε ενδιαφερόμενο αποτελεί ένα συμπυκνωμένο ταξίδι στο γεωγραφικό διαμέρισμα της Ηπείρου καθώς και γαστρονομικό οδηγό για τις πιθανές αναζητήσεις σας, εφόσον βρεθείτε εκεί οποιαδήποτε εποχή του χρόνου.
Ιωαννίνων, Άρτας, Πρέβεζας, Θεσπρωτίας
Συγγραφέας: Σαραντοπούλου Νάντια και Γιάννης Σαραντόπουλος
Εκδόσεις: Σαββάλας
Έτος: 2011
Περιγραφή
Αυτό το βιβλίο, που είναι χορταστικά μεγάλο, αποτελεί είδος τόμου μίας σειράς με πιάτα από διάφορες περιοχές της Ελλάδας. Στις σελίδες του, όπου παρεμβάλλονται οι συνταγές, υπάρχουν αφηγήσεις για την ιστορία της περιοχής, επενδυμένες εικονογραφικά με σκίτσα, γκραβούρες, σχέδια από παλιά βιβλία, παλιές φωτογραφίες και άλλα. Μαζί με την ιστορία, τα έθιμα, τις γιορτές και τις εποχικές εργασίες, τα παραδοσιακά επαγγέλματα, τα ισνάφια (συντεχνίες), την αρχιτεκτονική κτλ., βρίσκουμε περιγραφές από χρηστικά αντικείμενα που απεικονίζονται φωτογραφικά, τα οποία συνδέονται με τα παραδοσιακά επαγγέλματα, τις συνήθειες και τα είδη οικιακής χρήσης. Κάποια από αυτά είναι η φλογέρα, διάφορα κοσμήματα, εργαλεία και δοχεία για τις εποχικές και οικιακές δραστηριότητες κ.ά.
Ενδεικτικά ορισμένες από τις συνταγές του βιβλίου: χοιρινό με κάστανα, αγριογούρουνο με κυδώνια, βατραχοπόδαρα με κουρκούτι, τσίμα (η) (ψαράκι τηγανητό) και μεζέδες από το νησάκι στη λίμνη Παμβώτιδα, μπατσαριά (είδος αρωματικής χορτόπιτας με ζύμη που περιέχει σταρένιο, καλαμποκίσιο αλεύρι, αυγά, γάλα, γιαούρτι κτλ.), πέστροφα με μυρωδικά, γαρδουμπάκια με διάφορους τρόπους παρασκευής, λάπατα τσιγαριστά, κοτόπουλο με σκορδαλιά καρυδιού, γίδα κοκκινιστή με μακαρόνια, προβατίνα με αγουρίδες, αρνάκι με κορόμηλα και άλλα. Από γλυκά: πατσαβουρόπιτα γλυκιά, κουσμερί (Σαν σιροπιαστό κέικ τυριού με σιμιγδάλι. Ελαφρώς δυσεύρετο, αλλά, αν το φτιάξετε ή το εντοπίσετε, θα με θυμηθείτε.), κοπεγχάγη (μοιάζει με μπακλαβά, η διαφορά είναι ότι συνηθίζεται και με αμύγδαλο), μαρμελάδα κράνα, φλογέρες με λουκούμι και άλλα.
Το βιβλίο για τον εκάστοτε ενδιαφερόμενο αποτελεί ένα συμπυκνωμένο ταξίδι στο γεωγραφικό διαμέρισμα της Ηπείρου καθώς και γαστρονομικό οδηγό για τις πιθανές αναζητήσεις σας, εφόσον βρεθείτε εκεί οποιαδήποτε εποχή του χρόνου.
Γαστρονομικόν
Η τέχνη της μαγειρικής στην Αρχαία Ελλάδα (2012)
Συγγραφέας: Γιώργος Ηλιόπουλος
Εκδόσεις: Έναστρον
Έτος: 2012
Περιγραφή
Το βιβλίο αναλύει ζητήματα σε σχέση με τη γαστρονομία του αρχαίου ελλαδικού χώρου και των περιοχών των ελληνικών αποικιών με συνταγές αντλημένες από αρχαία κείμενα. Αναφέρεται στη σημασία του φαγητού και της τροφής γενικότερα στις θυσίες, στις ιεροτελεστίες, στη ζωή των στρατιωτών, στις διάφορες περιοχές ανάλογα με τα διαθέσιμα τοπικά προϊόντα, τις διάφορες περιστάσεις και εκδηλώσεις της ζωής των αρχαίων του ιδιωτικού και δημόσιου βίου. Αφορμή αυτών αναπτύσσονται οι ιστορίες περισσότερο ή λιγότερο ευρύτερα γνωστών προσώπων της εποχής. Την αφήγηση συμπληρώνουν φωτογραφίες, σκίτσα αγγείων, χρηστικών αντικειμένων, νομισμάτων, σφραγίδων κτλ., προσφέροντας ακόμα πιο πολλές πληροφορίες για το ιστορικό πλαίσιο. Στο τέλος υπάρχουν πίνακες με τις αρχαίες μονάδες βάρους και χωρητικότητας, προσαρμοσμένες στο σήμερα, καθώς και πίνακες με τις λατινικές και ελληνικές ονομασίες των υλικών και με τις θεραπευτικές ιδιότητες των φυτών και των βοτάνων, σύμφωνα με τους αρχαίους συγγραφείς.
Ενδεικτικά θα παραθέσω ορισμένες συνταγές: Οινομέλι κατά Δημόκριτο, παστό χοιρινό Δικαιαρχίας, παστό χοιρινό με βότανα και καρυκεύματα, συκώτι οξυρρύγχου, οξύ και αλμυρό κατάχυσμα (σάλτσα τόνου), Οξύπορον (σάλτσα για σαλάτες λαχανικών), φύσκα (λουκάνικο χοντρό), ψητά σαυρίδια, τάρτες με καραμελωμένο μάραθο, βολβοί κατά Φιλήμονα, δωρική σαλάτα (σαν ντάκος με παξιμάδι, χοιρινό λαρδί και σπανάκι κτλ.) κ.ά.
Είναι ένα βιβλίο όπου εκτός από τις συνταγές δίνει πολλές ενδιαφέρουσες πληροφορίες για την εποχή και τον τρόπο ζωής στην Αρχαιότητα. Ίσως η κεντρική ιδέα πολλών εξ αυτών των συνταγών να έβρισκε μία θέση σε ό,τι σήμερα ονομάζεται ελληνική δημιουργική κουζίνα, όπου το παραδοσιακό ανανεώνεται με καινούριες προτάσεις.
Για όποιον θα ήθελε να πάρει μία γεύση πριν πειραματιστεί με τις συνταγές των αρχαίων, υπάρχει το θεματικό εστιατόριο «Αρχαίων Γεύσεις». Είχα επισκεφτεί το εστιατόριο στον Πειραιά πριν 14 χρόνια περίπου και ήταν μία καλή εμπειρία. Θυμάμαι το καπνιστό χέλι και τα συκωτάκια πουλιών. Σε σχέση με το σήμερα δε γνωρίζω πόσο τσιμπημένες μπορεί να είναι οι τιμές, ενώ υπάρχει άλλο ανάλογο παράρτημα. Το οινόμελο, πάντως, φτιάχνει ανάλαφρα τη διάθεση και διεγείρει ευχάριστα συναισθήματα…
Οι τολμηροί και μύστες του πειραματισμού μπορούν να βρουν πληροφορίες εδώ:
http://www.archeon.gr/
Ελπίζω να σας κράτησε ωραία συντροφιά το γαστρονομικό οδοιπορικό… Καλή σας όρεξη όποια πρόταση επιλέξετε να ακολουθήσετε και με όποιον τρόπο!
Η τέχνη της μαγειρικής στην Αρχαία Ελλάδα (2012)
Συγγραφέας: Γιώργος Ηλιόπουλος
Εκδόσεις: Έναστρον
Έτος: 2012
Περιγραφή
Το βιβλίο αναλύει ζητήματα σε σχέση με τη γαστρονομία του αρχαίου ελλαδικού χώρου και των περιοχών των ελληνικών αποικιών με συνταγές αντλημένες από αρχαία κείμενα. Αναφέρεται στη σημασία του φαγητού και της τροφής γενικότερα στις θυσίες, στις ιεροτελεστίες, στη ζωή των στρατιωτών, στις διάφορες περιοχές ανάλογα με τα διαθέσιμα τοπικά προϊόντα, τις διάφορες περιστάσεις και εκδηλώσεις της ζωής των αρχαίων του ιδιωτικού και δημόσιου βίου. Αφορμή αυτών αναπτύσσονται οι ιστορίες περισσότερο ή λιγότερο ευρύτερα γνωστών προσώπων της εποχής. Την αφήγηση συμπληρώνουν φωτογραφίες, σκίτσα αγγείων, χρηστικών αντικειμένων, νομισμάτων, σφραγίδων κτλ., προσφέροντας ακόμα πιο πολλές πληροφορίες για το ιστορικό πλαίσιο. Στο τέλος υπάρχουν πίνακες με τις αρχαίες μονάδες βάρους και χωρητικότητας, προσαρμοσμένες στο σήμερα, καθώς και πίνακες με τις λατινικές και ελληνικές ονομασίες των υλικών και με τις θεραπευτικές ιδιότητες των φυτών και των βοτάνων, σύμφωνα με τους αρχαίους συγγραφείς.
Ενδεικτικά θα παραθέσω ορισμένες συνταγές: Οινομέλι κατά Δημόκριτο, παστό χοιρινό Δικαιαρχίας, παστό χοιρινό με βότανα και καρυκεύματα, συκώτι οξυρρύγχου, οξύ και αλμυρό κατάχυσμα (σάλτσα τόνου), Οξύπορον (σάλτσα για σαλάτες λαχανικών), φύσκα (λουκάνικο χοντρό), ψητά σαυρίδια, τάρτες με καραμελωμένο μάραθο, βολβοί κατά Φιλήμονα, δωρική σαλάτα (σαν ντάκος με παξιμάδι, χοιρινό λαρδί και σπανάκι κτλ.) κ.ά.
Είναι ένα βιβλίο όπου εκτός από τις συνταγές δίνει πολλές ενδιαφέρουσες πληροφορίες για την εποχή και τον τρόπο ζωής στην Αρχαιότητα. Ίσως η κεντρική ιδέα πολλών εξ αυτών των συνταγών να έβρισκε μία θέση σε ό,τι σήμερα ονομάζεται ελληνική δημιουργική κουζίνα, όπου το παραδοσιακό ανανεώνεται με καινούριες προτάσεις.
Για όποιον θα ήθελε να πάρει μία γεύση πριν πειραματιστεί με τις συνταγές των αρχαίων, υπάρχει το θεματικό εστιατόριο «Αρχαίων Γεύσεις». Είχα επισκεφτεί το εστιατόριο στον Πειραιά πριν 14 χρόνια περίπου και ήταν μία καλή εμπειρία. Θυμάμαι το καπνιστό χέλι και τα συκωτάκια πουλιών. Σε σχέση με το σήμερα δε γνωρίζω πόσο τσιμπημένες μπορεί να είναι οι τιμές, ενώ υπάρχει άλλο ανάλογο παράρτημα. Το οινόμελο, πάντως, φτιάχνει ανάλαφρα τη διάθεση και διεγείρει ευχάριστα συναισθήματα…
Οι τολμηροί και μύστες του πειραματισμού μπορούν να βρουν πληροφορίες εδώ:
http://www.archeon.gr/
Ελπίζω να σας κράτησε ωραία συντροφιά το γαστρονομικό οδοιπορικό… Καλή σας όρεξη όποια πρόταση επιλέξετε να ακολουθήσετε και με όποιον τρόπο!
Μουσική
Fried Green Tomatoes (1991)
Περιγραφή
Η ορχηστρική μουσική είναι του Τόμας Νιούμαν (Thomas Newman). Έχει γράψει τη μουσική γνωστών ταινιών, όπως το «Άρωμα γυναίκας», «Μικρές κυρίες», «Mad City», «Meet Joe Black», «Ο γητευτής των αλόγων», «Το πράσινο μίλι», «American Beauty», «Erin Brockovich» κ.ά. Στο άλμπουμ υπάρχουν και τραγούδια διάφορων τραγουδοποιών. Ακούγονται, ανάμεσα σε άλλα, blues των δεκαετιών ’20 και ’30, ενώ η ορχηστρική μουσική του συνθέτη πλαισιώνει κυρίως τη συναισθηματική φόρτιση της αφήγησης.
Περιγραφή
Η ορχηστρική μουσική είναι του Τόμας Νιούμαν (Thomas Newman). Έχει γράψει τη μουσική γνωστών ταινιών, όπως το «Άρωμα γυναίκας», «Μικρές κυρίες», «Mad City», «Meet Joe Black», «Ο γητευτής των αλόγων», «Το πράσινο μίλι», «American Beauty», «Erin Brockovich» κ.ά. Στο άλμπουμ υπάρχουν και τραγούδια διάφορων τραγουδοποιών. Ακούγονται, ανάμεσα σε άλλα, blues των δεκαετιών ’20 και ’30, ενώ η ορχηστρική μουσική του συνθέτη πλαισιώνει κυρίως τη συναισθηματική φόρτιση της αφήγησης.
«The Whistle Stop Cafe» (ορχηστρικό), Τόμας Νιούμαν. «Big George», μουσική Τόμας Νιούμαν, φωνητικά Μάριον Γουίλιαμς (Marion Williams). | «Smokey Lonesome» (ορχηστρικό), Τόμας Νιούμαν. «Cool Down Yonder» του Άιρα Τάκερ (Ira Tucker), ερμηνεία Μάριον Γουίλιαμς |
Jamon Jamon (1992)
Περιγραφή
Η μουσική της ταινίας είναι του Νικόλα Πιοβάνι (Nicola Piovani). Είναι γνωστός από τη σύνθεση της μουσικής διάφορων ταινιών, μία από τις πιο χαρακτηριστικές υπήρξε η ταινία «Η Ζωή είναι ωραία». Οι συνθέσεις του χαρακτηρίζονται από μία νοσταλγική και ταξιδιάρικη γλυκύτητα. Αφήνει τη γεύση ‒ αίσθηση με την ατμόσφαιρα που δημιουργεί ότι κάτι μόλις χάθηκε ή διακινδυνεύει να χαθεί, αλλά την ίδια στιγμή διαφαίνεται και μία ελπίδα θετικής εξέλιξης. Αυτή, όμως, είναι μόνο η δική μου εντύπωση. Στον καθένα μπορεί να δημιουργηθούν διαφορετικές εικόνες.
Ορχηστρικό θέμα σε σύνθεση του Νικόλα Πιοβάνι.
Περιγραφή
Η μουσική της ταινίας είναι του Νικόλα Πιοβάνι (Nicola Piovani). Είναι γνωστός από τη σύνθεση της μουσικής διάφορων ταινιών, μία από τις πιο χαρακτηριστικές υπήρξε η ταινία «Η Ζωή είναι ωραία». Οι συνθέσεις του χαρακτηρίζονται από μία νοσταλγική και ταξιδιάρικη γλυκύτητα. Αφήνει τη γεύση ‒ αίσθηση με την ατμόσφαιρα που δημιουργεί ότι κάτι μόλις χάθηκε ή διακινδυνεύει να χαθεί, αλλά την ίδια στιγμή διαφαίνεται και μία ελπίδα θετικής εξέλιξης. Αυτή, όμως, είναι μόνο η δική μου εντύπωση. Στον καθένα μπορεί να δημιουργηθούν διαφορετικές εικόνες.
Ορχηστρικό θέμα σε σύνθεση του Νικόλα Πιοβάνι.
Peppermint (1999)
Περιγραφή
Η μουσική της ταινίας είναι του Παναγιώτη Καλαντζόπουλου. Το 2003 επανακυκλοφόρησε με νέο εξώφυλλο και τεχνική επεξεργασία της μουσικής. Το κάθε κομμάτι έχει δικό του χαρακτήρα, υποστηρίζοντας τις σκηνές και τους χαρακτήρες της ταινίας. Υπάρχει ποικιλία θεμάτων και οργάνων, που ξυπνούν τη νοσταλγία μίας άλλης εποχής, όπως και το ίδιο το έργο.
H μουσική απέσπασε το Α’ Βραβείο καλύτερης πρωτότυπης μουσικής στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης το 1999.
Περιγραφή
Η μουσική της ταινίας είναι του Παναγιώτη Καλαντζόπουλου. Το 2003 επανακυκλοφόρησε με νέο εξώφυλλο και τεχνική επεξεργασία της μουσικής. Το κάθε κομμάτι έχει δικό του χαρακτήρα, υποστηρίζοντας τις σκηνές και τους χαρακτήρες της ταινίας. Υπάρχει ποικιλία θεμάτων και οργάνων, που ξυπνούν τη νοσταλγία μίας άλλης εποχής, όπως και το ίδιο το έργο.
H μουσική απέσπασε το Α’ Βραβείο καλύτερης πρωτότυπης μουσικής στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης το 1999.
«Η μουσική του τρένου (Τίτλοι τέλους)» με σκηνές από την ταινία. «Με τη μύτη στο παράθυρο… Χριστούγεννα» (ορχηστρικό κομμάτι). | Άγγελος Παπαδημητρίου, «Όπου κι αν πας». «Danish furniture boogie»(ορχηστρικό κομμάτι). |
Peppermint Candy (2000)
Περιγραφή
Η μουσική της ταινίας φαίνεται αντιθετική με το θέμα της. Μοιάζει με μικρό χαλαρωτικό ιντερμέδιο, σαν υπενθύμιση στο θεατή ότι ξεχάστηκε απορροφημένος στην αφήγηση και σαν υπενθύμιση της ελπίδας ή του νοήματος που διαφεύγει από τους ήρωες. Τα έγχορδα τονίζουν αυτήν τη μελαγχολική διάσταση. Είναι το θέμα που μονίμως εμφανίζεται στη σκηνή του τρένου, στο μικρό εκείνο διάλειμμα από την τραγικότητα της αφήγησης ως προετοιμασία για τη μετάβαση από τη μία πράξη στην άλλη.
Ορχηστρικό θέμα σε σύνθεση του Jaejin Lee.
Περιγραφή
Η μουσική της ταινίας φαίνεται αντιθετική με το θέμα της. Μοιάζει με μικρό χαλαρωτικό ιντερμέδιο, σαν υπενθύμιση στο θεατή ότι ξεχάστηκε απορροφημένος στην αφήγηση και σαν υπενθύμιση της ελπίδας ή του νοήματος που διαφεύγει από τους ήρωες. Τα έγχορδα τονίζουν αυτήν τη μελαγχολική διάσταση. Είναι το θέμα που μονίμως εμφανίζεται στη σκηνή του τρένου, στο μικρό εκείνο διάλειμμα από την τραγικότητα της αφήγησης ως προετοιμασία για τη μετάβαση από τη μία πράξη στην άλλη.
Ορχηστρικό θέμα σε σύνθεση του Jaejin Lee.
* Οι πληροφορίες για τα βραβεία Όσκαρ και τους συντελεστές των ταινιών επί το πλείστον προέρχονται από το IMDb site: http://www.imdb.com/
* Το εξώφυλλο του τεύχους είναι της ζωγράφου Vickie Wade.
Στο επόμενο ένθετο Νοεμβρίου-Δεκεμβρίου:
Προτάσεις, σαν μπουκιές γαστριμαργικής εμπειρίας!
Γ’ Μέρος
Γράφει η Ιουλία Λυμπεροπούλου
Προτάσεις, σαν μπουκιές γαστριμαργικής εμπειρίας!
Γ’ Μέρος
Γράφει η Ιουλία Λυμπεροπούλου