Ο πρίγκιπας του Βορρά
Η συνέχεια της χριστουγεννιάτικης ιστορίας Βόνταν, Χόλε, Χρουντπεράτ!
γράφει ο Λεωνίδας Θεοδωρίδης
Όταν χτύπησε η πόρτα, η Άνγια και η Ίσμπελ, τα δίδυμα, έτρεξαν αμέσως προς την Κόλα φωνάζοντας: «Ήρθανε, μαμά, ήρθανε!». Όταν άνοιξε η πόρτα όμως, προς μεγάλη τους απογοήτευση, ο θείος Γκάμη δεν ήταν μαζί με τους παππούδες.
«Πού είναι ο θείος;» ρώτησε η Ίσμπελ.
«Μα δεν έφτασε ήδη; Ξεκίνησε πολύ πιο νωρίς από μας» της απάντησε ο παππούς.
«Όχι, ο θείος Γκάμη δεν είναι εδώ» είπε η μικρή Άνγια.
«Θα σταμάτησε κάπου να ξαποστάσει. Είμαι σίγουρη πως έως το βράδυ θα καταφτάσει κι ο θείος» είπε η Κόλα για να καθησυχάσει τις μικρές.
Στην κουζίνα, η Κόλα και η μητέρα της ταχτοποιούσαν τα πράγματα και τα τρόφιμα για το χριστουγεννιάτικο γεύμα.
«Μητέρα, τι ώρα ξεκίνησε ο Γκάμη και δεν έχει φτάσει ακόμα;»
«Δεν ξέρω, κόρη μου. Το πρωί, που ξυπνήσαμε, έλειπε. Ο μπαμπάς είπε ότι ξεκίνησε τα χαράματα».
«Περίεργο, ο Γκάμη δεν συνηθίζει να αργεί. Ξέρει πόσο πολύ τον περιμένουν οι μικρές».
Το βράδυ, όταν σχόλασε από τη δουλειά ο σύζυγος της Κόλα, όλη η οικογένεια μαζεύτηκε γύρω από το τζάκι, σπάζοντας και τρώγοντας καρύδια. Η Άνγια, βλέποντας τον μπαμπά της να σπάει καρύδα με τον καρυοθραύστη, ζήλεψε, και σε μία προσπάθειά της μάγκωσε το δάχτυλό της στο στόμα του καρυοθραύστη.
«Άουτς!» φώναξε η Άνγια και η Ίσμπελ άρχισε να γελάει.
«Γιατί γελάς;» τη ρώτησε η Άνγια και άρχιζε να κλαίει επειδή την κορόιδευε η Ίσμπελ.
«Σταματήστε!» είπε η Κόλα και τις έφερε κοντά της.
«Θα σας πω μια ιστορία από την εποχή που εγώ και ο θείος σας ήμασταν μικρά παιδιά».
Τα κορίτσια άρχισαν να ηρεμούν και με μεγάλη προσοχή άκουγαν τη μητέρα τους να τους εξιστορεί τις περιπέτειες που ζήσανε στη χώρα του Βόνταν.
Γλυκός ύπνος πήρε τα κορίτσια λίγο πριν ολοκληρώσει η Κόλα την ιστορία. Ο παππούς έσβησε το τζάκι και ξάπλωσε στο διπλανό ντιβάνι. Έτσι, η Κόλα άφησε τις μικρές στα ξύλινα πάσα, τις σκέπασε και τις φίλησε.
Μέσα στη νύχτα, η Άνγια αισθάνθηκε ξαφνικά κάτι να την ακουμπάει, και ξύπνησε.
«Ίσμπελ» ψιθύρισε η Άνγια. «Ίσμπέλ, ξύπνα, κάτι με ακούμπησε».
«Εφιάλτη είδες, Άνγια, κοιμήσου» της είπε η Ίσμπελ.
«Όχι, Ίσμπελ, κάτι με έπιασε πολύ δυνατά σου λέω!»
Η Ίσμπελ δεν της μίλησε άλλο, κι έτσι η Άνγια γύρισε πλευρό, προσπαθώντας να την πάρει πάλι ο ύπνος, και ξαφνικά ένιωσε αυτήν τη φορά ένα δυνατό τσίμπημα.
«Άουτς!» φώναξε η Άνγια και η Ίσμπελ πετάχτηκε απότομα.
«Τι φωνάζεις, Άνγια; Θες να ξυπνήσεις τον παππού;»
«Δεν μπορεί να σας ακούσει» ακούστηκε ξαφνικά μια φωνή.
«Ποιος μιλάει;» ρώτησε η Ίσμπελ.
«Εγώ» είπε η φωνή, που έβγαινε από τον καρυοθραύστη.
«Ααα, εσύ λοιπόν! Γιατί με δαγκώνεις συνέχεια, κύριε καρυοθραύστη;» τον ρώτησε η Άνγια.
«Δεν είμαι ο καρυοθραύστης» της απάντησε η φωνή.
«Και τι είσαι;» τον ρώτησε η Ίσμπελ.
«Είμαι το Αυτό που μιλάει μέσω του καρυοθραύστη».
Η Ίσμπελ και η Άνγια δεν μπορούσαν να πιστέψουν πως όλα όσα τους είχε πει νωρίτερα η Κόλα στην ιστορία ήταν πραγματικότητα.
«Αχ, πες μας, Αυτό, είναι αλήθεια όλα όσα μας είπε η μητέρα μας για τον Βόνταν, τη Χόλε και τον Χρουντπεράτ;»
«Δεν έχουμε χρόνο γι’ αυτά τώρα. Φέτος βιαζόμαστε!» είπε με ταραγμένη φωνή ο καρυοθραύστης.
«Να βιαστούμε; Γιατί;» ρώτησε η Άνγια.
«Ελάτε μαζί μου και θα καταλάβετε» είπε ο καρυοθραύστης και, με μια απότομη κίνηση, έπιασε τα κορίτσια από το χέρι, πήδηξαν στο τζάκι και εκτοξεύτηκαν από την καμινάδα ψηλά στον ουρανό.
Η Άνγια φοβήθηκε, βλέποντας κάτω τα σπίτια και τα κάρα να μοιάζουν με μικρά παιχνίδια, και έκλεισε σφιχτά τα μάτια της.
«Ίσμπε μπε μπε μπελ, φοβά βα βα βα μαι!» φώναζε η Άνγια.
«Μη φοβάαασαι. Σε κρατάωωω!» φώναζε η Ίσμπελ.
Σε λίγο όλα ήταν ήσυχα και σκοτεινά. Μόνο τα σύννεφα έλαμπαν από το φως των αστεριών.
«Πού είμαστε, κύριε καρυοθραύστη;» ρώτησε η Ίσμπελ.
«Είμαστε στη χώρα του Βορρά. Στη χώρα του Βόνταν του μεγάλου, που όλα τα εξουσιάζει. Στη χώρα που τα ξωτικά δώρα κατασκευάζουν και στα παιδιά απανταχού χαμόγελα μοιράζουν. Στη χώρα που…»
«Εντάξει, φτάνει, το καταλάβαμε» ακούστηκε να λέει ένας μικρός δράκος.
«Κύριε Σμογκ, θα σας παρακαλούσα πολύ να μη με διακόπτετε όταν εξηγώ στις δεσποινίδες την κατάστασή μας, που είναι κρίσιμη» του είπε ο καρυοθραύστης.
«Τι να εξηγήσεις, φίλε μου καρυοθραύστη; Θα σας πω εγώ κορίτσια πώς έχει η κατάσταση. Ο γιος του Βόνταν και της Χόλε, ο πρίγκιπας του Βορρά, είναι βαριά άρρωστος. Αν δε βρεθεί γρήγορα κάποιο γιατρικό, θα πεθάνει. Και χωρίς τον πρίγκιπα η γιορτή του Ερχομού καταστράφηκε!»
«Η γιορτή του Ερχομού είναι αυτή που εμείς στη Γη ονομάζουμε Χριστούγεννα, και, αν κατάλαβα σωστά, ο πρίγκιπας αν δε γίνει σύντομα καλά, δε θα υπάρξουν δώρα για τα παιδιά» είπε η Ίσμπελ.
«Ακριβώς!» είπε ο Σμογκ.
«Και εμάς γιατί μας φωνάξατε; Τι μπορούμε να κάνουμε εμείς;» ρώτησε η Ίσμπελ.
Ο καρυοθραύστης και ο μικρός δράκος Σμογκ κοιτάχτηκαν μεταξύ τους με απορία.
Ο Καρυοθραύστης άρχιζε να παραληρεί: «Ααα, αυτό δεν το γνωρίζω. Ο Βόνταν και η Χόλε μού είπαν να σας φέρω εδώ. Αυτό. Σας έφερα. Σας έφερα εδώ, ναι. Εγώ σας έφερα. Αυτό μου είπαν, αυτό έκανα…».
Ο Σμογκ σφύριξε δυνατά και ξαφνικά εμφανίστηκαν από ψηλά δύο λευκά φτερωτά άλογα. Στο ένα ανέβηκε ο καρυοθραύστης και στο άλλο η Ίσμπελ και η Άνγια. Τα άλογα ανυψώθηκαν, ενώ ο Σμογκ, που είχε φτερά, τους ακολουθούσε πετώντας.
Για το υπόλοιπο της νύχτας πετούσανε χωρίς να σταματήσουν πουθενά. Άρχισε να ξημερώνει όταν φτάσανε έξω από το παλάτι του πάγου.
«Κοίτα, Άνγια, είναι όπως μας το περιέγραψε η μαμά!» είπε η Ίσμπελ θαυμάζοντας το παλάτι.
«Είναι υπέροχο!» είπε η Άνγια και με μία κίνηση πήδηξε από το άλογο και έτρεξε προς τη θύρα του παλατιού.
«Κάντε στην άκρη, δεσποινίς» της είπε ο καρυοθραύστης χτυπώντας τη θύρα και συνέχισε «Εμ, η αυτή αυτού αυτοπροσώπως επιθυμεί να ομιλήσει με τον εξοχότατο μεγαλειότατο Βόνταν, άρχοντα του Βορρά, που όλα τα εξουσιάζει και…»
«Τραλαλά τραλαλά τραλαλά» συμπλήρωσε ο Σμογκ, καθώς είχανε μπει ήδη όλοι στο παλάτι.
Φτάνοντας στη μεγάλη αίθουσα, ο Σκογκ φώναξε τη Χόλε, η οποία κατέβηκε από τη μεγάλη κρυστάλλινη σκάλα.
«Δόξα τον αστέρα, επιτέλους φτάσατε!» είπε η Χόλε.
«Πώς είναι ο πρίγκιπας;» ρώτησε ο καρυοθραύστης.
«Η υγεία του όλο και χειροτερεύει. Πρέπει σύντομα να γίνει κάτι» απάντησε η Χόλε, και άρχισε να κλαίει τόσο πολύ, που στη Γη δεν έζησαν μεγαλύτερη κακοκαιρία παραμονές Χριστουγέννων.
Η Ίσμπελ και η Άνγια στεναχωρήθηκαν, που βλέπανε τη Χόλε να κλαίει για το γιο της. Εκείνη πλησίασε τα κορίτσια και τα έπιασε από το χέρι.
«Ελάτε, σας περιμένει» είπε η Χόλε και τις οδήγησε στο δωμάτιο του πρίγκιπα.
Όταν μπήκαν τα κορίτσια, δεν πίστευαν στα μάτια τους.
«Θείε, Γκάμη;» είπε η Άνγια σοκαρισμένη.
«Εσύ είσαι ο πρίγκιπας του Βορρά;» ρώτησε η Ίσμπελ.
«Εγώ είμαι» τους απάντησε ο Γκάμη με δυσκολία.
«Μα πώς, δεν καταλαβαίνω» είπε η Ίσμπελ ζητώντας να της εξηγήσει.
«Πριν πολλά χρόνια, όταν πρωτοήρθα εδώ, είχαμε αποτρέψει τον Χρουντπεράτ από το να καταστρέψει τις γιορτές. Τα καταφέραμε και όλα τα παιδιά του κόσμου έλαβαν τα δώρα τους. Εγώ και η μητέρα σας ζούσαμε τότε στο ορφανοτροφείο και την ημέρα αυτή μας υιοθέτησαν. Από φόβο μη με υιοθετήσουν κι εμένα, ο Βόνταν και η Χόλε με πήραν κοντά τους. Τα τελευταία χρόνια ο Βόνταν γέρασε και κουράστηκε, όμως, κι έτσι ανέλαβα εγώ να μοιράσω τα δώρα. Αυτό, βέβαια, δεν άρεσε στο Χρουντπεράτ, που θέλησε να με εκδικηθεί για εκείνον τον παλιό λογαριασμό».
«Και τώρα τι; Θα πεθάνεις;» ρώτησε τρεμάμενη η Άνγια.
«Βιαστείτε και πάτε γρήγορα στο σπιτάκι της Μαντάμ Ζα, διότι μόνο εκείνη μπορεί να σας πει πού θα βρείτε το γιατρικό που θα με κάνει ξανά καλά» είπε ο Γκάμη και έκλεισε τα μάτια.
«Πάμε λοιπόν! Δεν κάνει να χάσουμε κι άλλο χρόνο» είπε ο Σμογκ.
Έτσι ξεκίνησαν μαζί να πάνε να βρούνε τη Μαντάμ Ζα, την αδερφή του Βόνταν, που εμφανιζόταν πότε ως γριά μάγισσα και πότε ως νέα νεράιδα.
Στη Γη ήταν παραμονή Χριστουγέννων και όλοι θα ανησυχούσαν με την απουσία των κοριτσιών. Ωστόσο, τα κορίτσια δεν είχανε άλλη επιλογή, παρά να βοηθήσουν το θείο τους να γίνει καλά και να σώσουν τις γιορτές από την καταστροφή.
«Οχ, τι μας βρήκε! Αχ, πού πάμε;» μουρμούριζε ο καρυοθραύστης καθώς προχωράγανε μέσα στο δάσος της αλήθειας.
«Τι έχεις, κύριε καρυοθραύστη, και ανησυχείς;» τον ρώτησε η Ίσμπελ.
«Τι έχω; Ρωτάτε τι έχω… Τίποτα δεν έχω» της απάντησε ο καρυοθραύστης.
«Τότε γιατί φυσάς και ξεφυσάς; Φοβάσαι;» τον ρωτάει η Άνγια.
«Εγώ; Χα χα! Δε φοβάμαι τίποτα και κανέναν… Εντάξει φοβάμαι. Φοβάμαι αυτή την τρελή. Εκεί που πάμε… Σας το λέω, αυτή είναι τρελή!»
«Ηρέμησε» του λέει ο Σμογκ.
«Κύριε Σμογκ, να σας υπενθυμήσω τι μου είχε κάνει η Μανταμ Ζα την τελευταία φόρα; Ούτε να το σκέφτομαι δε θέλω».
«Τι σας έκανε, κύριε καρυοθραύστη; Τι σας έκανε;» ρώτησε η Άνγια με περιέργεια.
«Πού να σας τα λέω, δεσποινίς Άνγια. Με είχε μαγέψει!» είπε ο καρυοθραύστης.
«Φτάσαμε!» είπε Σμογκ, και ο καρυοθραύστης σταμάτησε απότομα.
Ο Σμογκ χτύπησε την πόρτα, η οποία άνοιξε σιγά σιγά, ενώ από πίσω φάνηκε πυκνό σκοτάδι.
«Είναι κανείς εδώ;» ρώτησε ο Σμογκ, αλλά δεν πήρε καμία απάντηση.
«Μαντάμ Ζα, είστε εδώ; Θέλουμε τη βοήθειά σας» είπε η Ίσμπελ, καθώς όλοι αργά και διερευνητικά είχαν προχωρήσει προς τα μέσα.
«Πάμε να φύγουμε, δεν είναι εδώ η τρελή» είπε ο καρυοθραύστης, οδεύοντας προς τα έξω, όταν ξαφνικά εμφανίστηκε στην πόρτα η Μαντάμ Ζα ως νέα νεράιδα.
«Πού πας, καλέ μου καρυοθραύστη, μόλις ήρθες και θα μας αφήσεις κιόλας;» είπε η Μαντάμ Ζα.
«Ο Βόνταν και η Χόλε μάς έστειλαν εδώ και…» πήγε να πει ο Σμογκ, αλλά η Μαντάμ Ζα τον διέκοψε με έντονο ύφος.
«Ξέρω ποιοι σας έστειλαν και για ποιο λόγο ήρθατε! Και είμαι διατεθειμένη αυτήν τη φορά να υποχωρήσω και να σας βοηθήσω για χάρη του πρίγκιπα και μόνο!»
«Μάλιστα, Μαντάμ Ζα, κάντε το για τον πρίγκιπα» είπε ο καρυοθραύστης.
«Σιωπή! Ακούστε με προσεκτικά. Δεν υπάρχει γιατρικό μηδέ μαγικό που να μπορώ να δώσω στον πρίγκιπα. Μία μόνο λύση υπάρχει» είπε η Μαντάμ Ζα.
«Πείτε μας, Μαντάμ Ζα! Ποια είναι;» ρώτησε η Άνγια.
«Για να γίνει καλά ο πρίγκιπας, θα πρέπει να πιει από το πηγάδι!» είπε η Μαντάμ Ζα.
«Από το πηγάδι του Χρουντπεράτ;» ρώτησε ο Σμογκ.
«Ναι» απάντησε η Μαντάμ Ζα.
«Σας το είπα, η γυναίκα είναι τρελή!» ούρλιαξε ο καρυοθραύστης.
Η Μαντάμ Ζα μεταμορφώθηκε μονομιάς σε γριά μάγισσα και με περίεργη φωνή είπε: «Πρόσεχε τα λόγια σου καρυοθραύστη, αλλιώς θα σε μαγέψω ξανά!»
«Όχι, όχι. Ό,τι πείτε, Μαντάμ Ζα μου. Ό,τι πείτε εσείς» υποχώρησε φοβισμένος ο καρυοθραύστης.
«Πάρτε αυτό το μπουκαλάκι και ζητήστε του Χρουντπεράτ να σας βάλει νερό. Προσέξτε όμως, αν βγει από το πηγάδι, θα καταστρέψει τις εορτές! Αν, πάλι, δεν πάτε στον πρίγκιπα το νερό να πιει, δεν θα ζήσει, για να μοιράσει τα δώρα στα παιδιά του κόσμου, και η δυστυχία τους θα γεμίσει με δάκρυα το πηγάδι του Χρουντπεράτ. Έτσι εκείνος θα βγει και θα καταστρέψει τις εορτές για πάντα!»
Ο Σμογκ πήρε το μπουκαλάκι και όλοι μαζί ετοιμάστηκαν, για να πάνε στο πηγάδι του Χρουντπεράτ.
Στο δρόμο ο Σμογκ προχωρούσε σκυφτός και σκεφτόταν.
«Τι σκέφτεσαι, Σμογκ;» τον ρώτησε η Ίσμπελ.
«Πρέπει να βρούμε τρόπο να δώσουμε το μπουκαλάκι στον Χρουντπεράτ χωρίς να βγει από μέσα» της απάντησε ο Σμογκ.
«Δεν μπορούμε να του ζητήσουμε να μας βάλει από το νερό;» ρώτησε η Άνγια.
«Χα χα χα! Δεσποινίς Άνγια, αυτό είναι αδύνατον! Ο Χρουντπεράτ δε θα έκανε ποτέ κάτι τέτοιο. Εκείνον τον ενδιαφέρει μόνο πώς θα βγει από το πηγάδι» είπε ο καρυοθραύστης.
«Σταματήστε να σκεφτώ!» φώναξε ο Σμογκ, και ξαφνικά ήρθε της Ίσμπελ μια ιδέα.
«Το βρήκα! Είπες ότι το μόνο που ενδιαφέρει τον Χρουντπεράτ είναι να βγει από το πηγάδι, σωστά;»
«Ναι» της απάντησε ο καρυοθραύστης.
«Επομένως αυτό θα κάνουμε» είπε η Ίσμπελ.
«Τι θα κάνουμε;» ρώτησε ο καρυοθραύστης.
«Θα βγάλουμε τον Χρουντπεράτ από το πηγάδι» απάντησε η Ίσμπελ.
«Τιιι; Ααα… σε μάγεψε η Μαντάμ Ζα. Ναι, αυτό έκανε η τρελή, σε μάγεψε!» άρχιζε να φωνάζει ο καρυοθραύστης.
«Περίμενε, καρυοθραύστη, δεν είναι και τόσο άσχημη η ιδέα αυτή» είπε ο Σμογκ
«Αααα… σε μάγεψε και σένα! Σας μάγεψε όλους και δεν ξέρετε τι λέτε!» είπε ο καρυοθραύστης, που τον είχε πιάσει πλέον υστερία.
«Άρα, λοιπόν, πρέπει να πείσουμε τον Χρουντπεράτ πως θα τον βγάλουμε από το πηγάδι αν μας δώσει νερό. Και μετά;» συλλογιζόταν ο Σμογκ ενώ ο καρυοθραύστης συνέχιζε να φωνάζει: «Βοήθειααα… Μας μάγεψε η τρελή!».
«Εσύ, Σμογκ, θα κρυφτείς και, όπως θα προσπαθήσει να βγει, θα βρυχηθείς και θα βγάλεις φωτιές από το στόμα σου, να τον τρομάξεις. Κι έτσι θα πέσει πάλι μέσα στο πηγάδι» είπε η Ίσμπελ.
«Φωτιές ο Σμογκ; Χα χα χα! Ο κύριος Σμογκ δεν μπορεί βγάλει φωτιές από το στόμα του. Μπουρμπουλήθρες, ναι, φωτιά, όχι! Χα χα χα!!! Άκου εκεί φωτιές!» ειρωνευότανε ο καρυοθραύστης.
«Σταμάτα, καρυοθραύστη, γιατί…»
«Γιατί τι; Θα βγάλεις ξαφνικά φωτιές και θα με κάψεις; Χα χα χα…»
«Μη στενοχωριέσαι, Σμογκ. Κάποια μέρα θα μπορέσεις να πετάξεις φωτιές. Είμαι σίγουρη» τον παρηγόρησε η Άνγια.
«Η μόνη λύση που μας μένει είναι να προσπαθήσουμε όλοι μαζί να τον ρίξουμε ξανά μέσα» είπε η Ίσμπελ, ενώ φτάνανε κοντά στο πηγάδι.
Τα φρικτά γρυλίσματα του Χρουντπεράτ ακουγόντουσαν από μακριά. Η Άνγια άρχισε να φοβάται και κρατιόταν σφιχτά από το χέρι της αδερφής της. Ο καρυοθραύστης ακόμα πιο πολύ, άρπαξε και τις δύο αγκαλιά. Φτάνοντας στο πηγάδι, κοντοστάθηκαν.
«Τι περιμένετε; Πλησιάστε» είπε ο Σμογκ.
«Να πάει μία από σας να τον ξεγελάσει» είπε ο καρυοθραύστης ψιθυριστά.
«Θα πάω εγώ, δώσε μου το μπουκαλάκι» είπε η Ίσμπελ και πλησίασε στο πηγάδι.
Όταν κοίταξε μέσα, είδε τον άσχημο Χρουντπεράτ να ωρύεται.
«Χρουντπεράτ, θέλεις να βγεις;» τον ρώτησε η Ίσμπελ.
«Και βέβαια θέλω να βγω» της απάντησε ο Χρουντπεράτ.
«Τι θα μου δώσεις, όμως, για να σε βγάλω από το πηγάδι;» τον ρώτησε ξανά η Ίσμπελ.
«Τι μπορώ να σου δώσω, για να με βγάλεις από εδώ μέσα;» τη ρώτησε ο Χρουντπεράτ.
«Θέλω να μου δώσεις λίγο από το νερό» είπε η Ίσμπελ.
«Αδύνατον να σου δώσω από το νερό. Είναι τα δάκρυα των δυστυχισμένων παιδιών, που, όταν κλαίνε, γεμίζουν το πηγάδι, και μόνο έτσι μπορώ να βγω!» είπε ο Χρουντπεράτ.
«Γιατί λοιπόν να μη μου δώσεις λίγο από το νερό, κι εγώ να σε βγάλω αμέσως, χωρίς να περιμένεις να γεμίσει με τα δάκρυα των παιδιών;» του πρότεινε η Ίσμπελ.
Ο Χρουντπεράτ σκέφτηκε για λίγο πως θα ήταν καλή ιδέα, γιατί έτσι θα κέρδιζε χρόνο και θα έβγαινε αμέσως.
«Κι αν αυτά που μου λες είναι ψέματα;» ρώτησε ο Χρουντπεράτ.
«Γιατί να σου πω ψέματα; Άλλωστε στο δάσος της αλήθειας κανένα ψέμα δεν μπορεί να ειπωθεί!»
«Σωστά τα λες» είπε ο Χρουντπεράτ.
«Λοιπόν, τι λες; Θα μου δώσεις από το νερό;»
«Θα σου δώσω» συμφώνησε ο Χρουντπεράτ.
«Γέμισε αυτό το μπουκαλάκι, κι όταν μου το δώσεις στο χέρι, θα σε τραβήξω έξω» του είπε η Ίσμπελ.
Ο Χρουντπεράτ γέμισε το μπουκαλάκι με νερό και τέντωσε το χέρι του προς το τεντωμένο χέρι της Ίσμπελ. Όταν το έφτασε το μπουκαλάκι η Ίσμπέλ, ο Χρουντπεράτ γραπώθηκε πάνω της για να βγει. Τη στιγμή εκείνη τρέξανε η Άνγια και ο καρυοθραύστης, για να τραβήξουνε την Ίσμπελ και να σπρώξουν τον Χρουντπεράτ ξανά στο πηγάδι. Μάταια, όμως, εκείνος είχε πιαστεί καλά από την Ίσμπελ και την παρέσερνε και αυτήν μέσα στο πηγάδι. Αναγκάστηκαν η Άνγια και ο καρυοθραύστης να τραβήξουν και τους δύο έξω, κι ο Χρουντπεράτ βγήκε. Ο Σμογκ, που παρακολουθούσε κρυμμένος σε ένα θάμνο, άρχισε να θυμώνει πολύ. Πετάχτηκε έξω, τρέχοντας κατά πάνω του Χρουντπεράτ. Ο Σμογκ βρυχιόταν τόσο δυνατά, που τελικά βγήκε μια τεράστια φωτιά από το στόμα και τα ρουθούνια του. Τόσο μεγάλη και τρομακτική, που έκανε τον Χρουντπεράτ να κάνει μεταβολή τρέχοντας, με αποτέλεσμα να πέσει ξανά στο πηγάδι.
«Τα καταφέραμε, Άνγια. Τα καταφέραμε!» φώναξε η Ίσμπελ.
«Ναι» αναφώνησε η Άνγια και αγκάλιασε την αδερφή της.
«Μου είπες ψέματααα… Μου είπες ψέματααα!» φώναζε ο Χρουντπεράτ μέσα από το πηγάδι.
«Όχι, Χρουντπεράτ! Δεν σου είπα ψέματα. Εγώ σε έβγαλα, μα εσύ τρόμαξες και μόνος σου έπεσες ξανά μέσα στο πηγάδι!» του είπε η Ίσμπελ.
Ο Χρουντπεράτ φώναζε και ούρλιαζε, αλλά κανείς δεν του έδινε πλέον σημασία.
«Ξέρεις κάτι, κύριε Σμογκ;» είπε ο καρυοθραύστης.
«Τι καρυοθραύστη;» ρώτησε ο Σμογκ
«Δεν έχω δει ποτέ πιο μεγάλη και δυνατή φωτιά από κανέναν άλλο δράκο!» είπε ο καρυοθραύστης με χαμόγελο.
«Σ’ ευχαριστώ, καρυοθραύστη, αλλά πρέπει να βιαστούμε, και να επιστρέψουμε στον πρίγκιπα πριν είναι αργά» είπε ο Σμογκ και φώναξε σφυρίζοντας, μπουκωμένος με καπνό αυτήν τη φόρα, τα φτερωτά άλογα, για να τους πετάξουν γρήγορα στο παλάτι του πάγου.
Όταν φτάσανε στο παλάτι, είδανε τον Βόνταν και τη Χόλε να κλαίνε πάνω από τον πρίγκιπα, που δεν άνοιγε τα μάτια και δύσκολα ανέπνεε.
«Φέραμε το γιατρικό» είπε η Άνγια. Άνοιξε το μπουκαλάκι και με προσοχή έδωσε στο θείο Γκάμη να πιει. Τίποτα δε συνέβη όμως.
«Το ήξερα! Η τρελή μάγισσα μας κορόιδεψε» είπε ο καρυοθραύστης.
«Περιμένετε να δράσει» είπε ο Σμογκ, αλλά τίποτα.
Η Ίσμπελ και η Άνγια απελπίστηκαν και γέμισαν με λύπη. Αγκάλιασαν το θείο τους και δυο δάκρυά τους πέσανε πάνω στα χείλη του. Ξαφνικά τότε ο πρίγκιπας άνοιξε τα μάτια!
«Αυτό ήταν. Λείπανε άλλα δύο παιδικά δάκρυα!» είπε η Χόλε, και ο Βόνταν αναφώνησε δυνατά: «Ο πρίγκιπας του Βορρά έγινε καλά! Τώρα μπορεί να ξεκινήσει η εορτή του Ερχομού!».
Η Ίσμπελ και η Άνγια αγκάλιασαν όλο χαρά το θείο Γκάμη και άρχισαν να του εξιστορούν όλα όσα περάσανε για να καταφέρουν να τον σώσουν.
«Και μετά, θείε, ο Σμογκ έβγαλε μια μεγάααλη φωτιά από το στόμα και…» έλεγε η Άνγια με θαυμασμό.
«Ο Σμογκ; Ο δικός μας Σμογκ πέταξε φωτιά από το στόμα; Αλήθεια μου λες ή ψέματα;» απόρησε ο Γκάμη.
«Αλήθεια λέω, θείε. Να δείξε του Σμογκ» είπε η Άνγια.
«Καλύτερα όχι εδώ, στο παλάτι του πάγου...» είπε ο Σμογκ, και όλοι άρχισαν να γελάνε.
«Πρέπει να επιστρέψουμε σπίτι, γιατί θα ανησυχούν οι δικοί μας» είπε ο Γκάμη, και αμέσως έδεσε τα δύο φτερωτά άλογα στο άρμα. Τα κορίτσια χαιρέτισαν τον Βόνταν και τη Χόλε, που τις ευχαρίστησαν για όλα, ενώ ακόμα και ο καρυοθραύστης άρχισε να συγκινείται όταν τον αποχαιρέτισαν τα κορίτσια.
«Μην κλαις, κύριε καρυοθραύστη, γιατί θα γεμίσει το πηγάδι του Χρουντπεράτ!» του είπε η Άνγια με ύφος.
«Χα χα, κορίτσι μου γλυκό! Καλές γιορτές σάς εύχομαι, με πολλά δώρα, μα πάνω απ’ όλα να έχετε υγεία και να είστε πάντα χαρούμενες και ευτυχισμένες!»
«Προσοχή με τις φωτιές, Σμογκ» είπε η Ίσμπελ με χαμόγελο και αγκάλιασε το μικρό δράκο.
«Καλό δρόμο και καλές γιορτές!» είπε ο Σμογκ ακολουθώντας για λίγο το άρμα πετώντας.
Φτάνοντας έξω από την πόρτα, ο θείος Γκάμη ζήτησε από τα κορίτσια να μην αναφέρουν τίποτα από όλα όσα ζήσανε στη χώρα του Βόνταν, κι εκείνες του ένευσαν με νόημα.
«Που ήσασταν εσείς όλη μέρα; Ανησυχήσαμε!» είπε η γιαγιά.
«Ο θείος Γκάμη έφτασε νωρίς το πρωί και μας πήγε βόλτα στο χριστουγεννιάτικο πάρκο» είπε η Ίσμπελ ενώ έκλεινε παράλληλα το μάτι στο θείο Γκάμη.
«Θα μπορούσατε να είχατε αφήσει ένα σημείωμα. Ευτυχώς δε γύρισαν ακόμα οι γονείς σας από την αγορά. Τι θα τους λέγαμε;» ρώτησε ο παππούς.
«Όλα καλά, πατέρα, τώρα είμαστε εδώ» είπε ο Γκάμη.
Λίγο μετά έφτασαν η Κόλα και ο σύζυγός της, και όλη η οικογένεια στόλισε το δέντρο. Το βράδυ, μετά το φαΐ, η Ίσμπελ και η Άνγια ξάπλωσαν από νωρίς. Ούτε τα δώρα δε θέλησαν να ανοίξουν.
«Πολύ κουρασμένες τις βλέπω, μα τι κάνατε σήμερα στο χριστουγεννιάτικο πάρκο;» ρώτησε η Κόλα τον Γκάμη.
«Αυτό που κάνουν όλα τα παιδιά» είπε ο Γκάμη και της χαμογέλασε με νόημα.
«Χαίρομαι που είσαι πάλι καλά. Πήγαινε τώρα, η Χόλε τινάζει!» είπε η Κόλα και αγκάλιασε τον αδερφό της.
Τα κορίτσια είχανε αποκοιμηθεί. Όταν πήγε η Κόλα να δει αν είναι καλά σκεπασμένα, είδε την Άνγια να κρατάει τον καρυοθραύστη. Πλησίασε για να της τον πάρει, άλλα εκείνη δεν τον άφηνε από την αγκαλιά της. Έσβησε τη φωτιά στο τζάκι και έκατσε κοντά στο παράθυρο. Να τος, εκεί ψηλά, στο άρμα, ξεκίνησε και ετοιμάζει. Ο πρίγκιπας του Βορρά, που όλα τα εξουσιάζει και στα παιδιά απανταχού χαμόγελα μοιράζει!
Καλές γιορτές!