Βόνταν, Χόλε, Χρουντπεράτ!
Η μικρή Κόλα χάρηκε όταν είδε, από τον κύκλο που έκανε με τα δάχτυλα της στο παγωμένο παράθυρο του ορφανοτροφείου, τον προμηθευτή. Αναρωτιόταν τι να είχε φέρει άραγε φέτος για τα Χριστούγεννα.
«Αχ, Γκάμι, λες να έφερε πάλι εκείνα τα νόστιμα και αφράτα ψωμιά; Και σοκολάτες, πολλές σοκολάτες. Ναι, είμαι σίγουρη».
Ο μικρός της αδερφός Γκάμι την κοιτούσε με απορία προσπαθώντας να ανέβει κι εκείνος στην καρέκλα της, για να δει από το παράθυρο.
«Άραγε να μου έφερε και ένα καινούριο φόρεμα; Ένα λευκό θέλω, Γκάμι, με ένα μεγάλο φιόγκο πίσω».
Κι ενώ τα έλεγε αυτά, ο Γκάμι προσπαθούσε να ανέβει στην καρέκλα, αλλά έπεσε. Το κλάμα του απέσπασε την προσοχή της Κόλα από το τζάμι και αμέσως τον αγκάλιασε για να τον ηρεμήσει.
«Μην κλαις, Γκάμι, θα μας ακούσει η κυρία Σκαμ και θα φωνάζει. Έλα να σε σηκώσω να δεις κι εσύ».
Τον σήκωσε με όλη της τη δύναμη, αλλά ο μικρός Γκάμι κοιτούσε και έδειχνε τον ουρανό αντί να δει το φορτηγό με τα πράγματα. Η Κόλα προσπαθούσε να διακρίνει τι βλέπει ο Γκάμι, άλλα μάταια. Εκείνη έβλεπε μόνο σύννεφα. Ο Γκάμι όμως «την» έβλεπε. Τη Χόλε, που ετοιμαζόταν να τινάξει τα μαξιλάρια της, για να χιονίσει.
Το καμπανάκι βάρεσε για το βραδινό φαγητό. Όλα τα παιδάκια τρέξανε γρήγορα στην αίθουσα σιτισμού, γιατί η διευθύντρια, η κυρία Σκαμ, θα τους ενημέρωνε για τα πράγματα που κατέφθασαν στο ορφανοτροφείο και για την ερχόμενη μέρα, την παραμονή των Χριστουγέννων, στην οποία θα έρχονταν γονείς με πρόθεση να υιοθετήσουν ένα παιδάκι. Η κυρία Σκαμ δε φαινότανε και πολύ χαρούμενη. Βέβαια, ποτέ δεν ήταν! Τα παιδιά την άκουγαν με προσοχή, κι εκείνη με ύφος αυστηρό και υπεροπτικό τους είπε:
«Όπως θα έχετε καταλάβει, σήμερα ήρθαν οι προμήθειές μας για τα Χριστούγεννα. Θα σας απογοητεύσω, όμως, διότι φέτος μας στείλανε πολύ λίγα πράγματα. Επομένως μην κάνετε αισιόδοξες σκέψεις. Θα είναι μια λιτή εορτή. Ας ελπίσουμε πως θα έρθουν αύριο αρκετοί γονείς να υιοθετήσουνε, ώστε να γλιτώσετε από το χάλι κι εγώ από σας. Καλή σας όρεξη».
Η αίθουσα γέμισε με απελπισμένα παιδικά πρόσωπα. Η Κόλα προσπαθούσε να φάει ενώ παράλληλα τάιζε το μικρό Γκάμι, όταν η κυρία Σκαμ είδε πως ο Γκάμι κρατούσε ακόμα το αγαπημένο του σεντονάκι.
«Δεσποινίς Κόλα, πόσες φορές πρέπει να σου το πω ακόμα πως ο αδερφός σου πρέπει να σταματήσει να σέρνει μαζί του αυτό το ακατανόμαστο πράγμα».
«Μα, κυρία Σκαμ, είναι μικρός ακόμα και δεν μπορεί χωρίς το σεντονάκι του».
«Το σεντονάκι του; Αυτό το βρόμικο ρετάλι, που ένας θεός ξέρει πόσα μικρόβια έχει επάνω του! Αύριο είναι παραμονή Χριστουγέννων και το μεσημέρι θα έρθουν πολλοί γονείς να σας δούνε. Ποιος γονιός θα τον επιλέξει μ’ αυτό στο χέρι του; Εάν μέχρι τότε δεν το έχει ξεφορτωθεί, θα του το πάρω με το ζόρι και θα το κάψω στο τζάκι. Έγινα κατανοητή;»
«Μάλιστα, κυρία Σκαμ» είπε η Κόλα και μάζεψε το δίσκο τους.
Γυρίζοντας πίσω στα δωμάτια, η Κόλα στάθηκε στα σκαλιά, προσπαθώντας να πείσει τον Γκάμι ν’ αφήσει το σεντόνι. Εκείνος όμως δεν ήθελε να το αποχωριστεί. Το έδειχνε στην Κόλα λέγοντας «Μάμα» και η Κόλα προσπαθούσε ξανά να του πει ότι το σεντόνι δεν είναι η μαμά του και ότι η κυρία Σκαμ θα θυμώσει πάρα πολύ εάν δεν το πετούσανε.
Φτάνοντας στο δωμάτιό τους, η Κόλα άρχισε να σκέφτεται. Έβαλε το μικρό Γκάμι στο κρεβάτι, τον σκέπασε και άρχισε να κάνει κύκλους στο δωμάτιο. Ο Γκάμι την κοιτούσε με γουρλωμένα μάτια.
«Το βρήκα, Γκάμι. Θα το κρύψουμε το σεντόνι. Κι αν μας πάρουν αύριο από εδώ, θα έρθω ξανά να το πάρω και θα σ’ το φέρω. Σ’ το υπόσχομαι, Γκάμι».
Ο Γκάμι συνέχιζε να την κοιτά.
«Από την άλλη, αν δεν φύγουμε από δω; Τι θα πούμε στην κυρία Σκαμ;»
Ο Γκάμι άρχισε να νυστάζει και η Κόλα του χάιδευε το κεφάλι.
«Αχ, Γκάμι, αν πάρουν μόνο εσένα ή μόνο εμένα; Μακάρι να πάρουν εσένα. Τουλάχιστον να φύγεις εσύ από εδώ μέσα. Ξέρω, δε θα μου είναι εύκολο στην αρχή, αλλά κάποια στιγμή θα έρθω να σε δω».
Τα κεριά του διαδρόμου έσβησαν. Η Κόλα μπήκε στο κρεβάτι και σφιχταγκάλιασε το μικρό της αδερφό.
Μέσα στη νύχτα άνοιξε ξαφνικά το παράθυρο. Η Κόλα τρόμαξε και μαζί της και ο μικρός Γκάμι. Η Κόλα σηκώθηκε αμέσως για να το κλείσει.
«Μη φοβάσαι, Γκάμι, ο αέρας ήταν».
Ο Γκάμι, όμως, διέκρινε μια σκιά να προχωράει, και με μία απότομη κίνηση σηκώθηκε όρθιος στο κρεβάτι δείχνοντας προς τον διάδρομο.
«Κάτι μπήκε από το παράθυρο, Γκάμι. Λες να ήταν ποντίκι; Πρέπει να το βρω, αλλιώς θα θυμώσει πολύ η κυρία Σκαμ».
Η Κόλα βγήκε από το δωμάτιο και ακολούθησε τη σκιά που κατέβαινε τις σκάλες. Φτάνοντας στη μεγάλη σάλα, είδε τη σκιά μέσα στο μεγάλο επιτραπέζιο ρολόι.
«Μα τι είναι και πού προσπαθεί να μπει;»
Η Κόλα τρόμαξε όταν ξαφνικά της τράβηξε το φόρεμα ο Γκάμι, που την είχε ακολουθήσει.
«Γκάμι, τι κάνεις εδώ; Γιατί δεν είσαι στο κρεβάτι; Και γιατί έχεις στο χέρι σου το σεντόνι; Δεν είπαμε ότι θα το κρύψουμε;»
Ο Γκάμι ντράπηκε και κοίταξε κάτω. Τράβηξε ξανά το φόρεμα της Κόλα, δείχνοντάς της κάτι πατημασιές από μελάνι, που οδηγούσαν στο μεγάλο ρολόι. Οι πατημασιές αυτές ερχόντουσαν από το γραφείο της κυρίας Σκαμ.
«Οχ, Γκάμι, ό,τι κι αν ήταν αυτό, κάτι πήρε από το γραφείο της κυρίας Σκαμ και μπήκε στο ρολόι. Πρέπει να το βρούμε πριν το μάθει η κυρία Σκαμ».
Η Κόλα και ο μικρός Γκάμι πλησίασαν το μεγάλο ρολόι, του οποίου το πορτάκι ήταν μισάνοιχτο.
«Να, Γκάμι, από εδώ πρέπει να μπήκε» είπε η Κόλα περνώντας στο εσωτερικό του ρολογιού. Από μέσα το ρολόι φαινότανε πολύ πιο μεγάλο απ’ ό,τι ήταν στην πραγματικότητα, ενώ είχε πολλά γρανάζια, που κινιόντουσαν, και μια κυλιόμενη σκάλα που οδηγούσε προς τα επάνω.
«Λες να ανέβηκε τη σκάλα, Γκάμι; Πρέπει να ανέβουμε και να δούμε πού πήγε».
Η Κόλα έπιασε τον Γκάμι από το χέρι και ανέβηκαν προσεχτικά τη σκάλα. Λίγο πριν φτάσουν στην κορυφή, το σεντόνι του Γκάμι πιάστηκε στα γρανάζια, τα οποία σταμάτησαν να γυρίζουν, και ξαφνικά όλα μαύρισαν. Ο Γκάμι τρόμαξε και άρχισε να κλαίει. Όταν συνειδητοποίησε πως κρατούσε ακόμα το σεντόνι, που λίγο πριν είχε πιαστεί στα γρανάζια, ηρέμησε. Η Κόλα διέκρινε στο βάθος ένα μικρό φως και μαζί με τον Γκάμι προχώρησαν προς τα εκεί.
Προχωρούσαν συνέχεια, αλλά η απόσταση δε φαινότανε να μειώνεται. Η Κόλα άρχισε να απελπίζεται. Πρέπει να είχαν περπατήσει πάνω από μια ώρα, κι ακόμα να φτάσουν στο φως, όταν ξαφνικά άρχισε να τους μιλάει το σεντόνι.
«Μα γιατί βιαζόμαστε, δεν το καταλαβαίνω» είπε το σεντόνι.
Η Κόλα τρόμαξε και ρώτησε ποιος μιλάει.
«Μα εγώ, φυσικά!» ξαναείπε το σεντόνι και ο μικρός Γκάμι γούρλωσε τα μάτια με ενθουσιασμό.
«Μπορείς και μιλάς, σεντονάκι;» ρώτησε η Κόλα.
«Μα φυσικά και μπορώ, τι ερώτηση είναι αυτή! Αλλά ποιο είναι το σεντονάκι; Δεν το καταλαβαίνω».
«Εσύ είσαι το σεντονάκι» του απάντησε η Κόλα.
«Χα χα χα, καλή μου, δεν είμαι το σεντονάκι».
«Και ποιος είσαι;» ξαναρώτησε η Κόλα.
«Εγώ είμαι εγώ» της απάντησε το σεντόνι.
Η Κόλα μπερδεύτηκε.
«Δεν το καταλαβαίνω» του λέει.
Κι εκείνο της απάντησε:
«Όχι, εγώ δεν καταλαβαίνω».
«Τέλος πάντων, καλό μου σεντονάκι, πες μας πώς μπορούμε να φτάσουμε στο φως».
«Μα, καλή μου, αυτό είναι πολύ εύκολο, να δες».
Ξαφνικά με μια κίνηση βρέθηκαν στο φως, που έβγαινε από ένα στρογγυλό άνοιγμα, και με μια εξίσου απότομη κίνηση βρέθηκαν πάλι πίσω στο σημείο που ήταν πριν.
«Είδες πόσο εύκολο είναι; Καν’ το κι εσύ» είπε το σεντόνι.
«Μα πώς, δεν μπορώ να το κάνω εγώ. Γιατί μας έφερες πάλι πίσω;»
«Πίσω; Τι είναι το πίσω; Δεν την ξέρω αυτήν τη λέξη. Δεν την καταλαβαίνω».
«Μας έφερες πάλι εκεί που ήμασταν πριν».
«Πριν; Χα χα χα. Δεν την ξέρω αυτήν τη λέξη. Δεν σε καταλαβαίνω».
«Αχ, καλό μου σεντονάκι, κάνε πάλι αυτό που έκανες πριν… Ε, δηλαδή, να μας πας στο φως, χωρίς να μας φέρεις πάλι πίσω… Ε, δηλαδή, εδώ».
«Μα, καλή μου, αυτό είναι πολύ εύκολο, να δες».
Οι τρεις τους βρέθηκαν και πάλι στο άνοιγμα, και η Κόλα έπιασε αμέσως το μικρό Γκάμι, για να περάσουν από αυτό.
Από την άλλη μεριά ήταν μέρα και μια όμορφη πεδιάδα με λόφους, δέντρα και λιβάδια. Τα πράγματα, όμως, δε φαινόντουσαν και πολύ καλά. Βρέθηκαν να έχουν βγει από το κέντρο ενός γιγάντιου ρολογιού με πελώριους δείκτες και τεράστιους αριθμούς, πέντε φορές μεγαλύτερους απ’ ό,τι ήταν η Κόλα.
«Αχ, Γκάμι, η μόνη λύση για να κατέβουμε από εδώ είναι να πιαστούμε από το δείκτη δευτερολέπτων και να μας κατεβάσει μέχρι κάτω».
Ο μικρός Γκάμι φοβόταν, αλλά η Κόλα τον έπιασε σφιχτά και μαζί πάτησαν πάνω στον δείκτη, προχωρώντας σιγά σιγά. Ο Γκάμι κοιτούσε το σεντόνι του απορώντας γιατί σταμάτησε να μιλάει, και άρχισε να το κουνάει πέρα δώθε.
«Γκάμι, μην κουνάς, γιατί θα πέσουμε» του είπε η Κόλα, όταν ξαφνικά άρχισε να τους μιλά το τεράστιο ρολόι.
«Μα γιατί βιάζεστε; Δεν το καταλαβαίνω».
«Σεντονάκι, εσύ είσαι;» ρώτησε η Κόλα.
«Μα όχι, καλή μου, εγώ είμαι».
«Ρολόι, συγνώμη που πιαστήκαμε από τον δείκτη σου, αλλά θέλουμε να κατέβουμε».
«Μα ποιο είναι το ρολόι; Δεν το καταλαβαίνω».
Η Κόλα και ο Γκάμι είχανε φτάσει στο βέλος του δείκτη, ο οποίος άρχισε να πλησιάζει κάθετα, και με ένα γρήγορο σάλτο πηδήξανε στο έδαφος.
«Πάμε να φύγουμε γρήγορα από εδώ, Γκάμι».
Η Κόλα και ο Γκάμι έτρεξαν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν και πλησίασαν ένα δέντρο, για να ξαποστάσουν.
Κάθισαν κάτω από το δέντρο να πάρουν μια ανάσα και το δέντρο τούς είπε.
«Μα γιατί βιάζεστε; Δεν το καταλαβαίνω».
«Ποιος είσαι και τι θέλεις συνέχεια;» το ρώτησε η Κόλα.
«Εγώ είμαι εγώ» απάντησε το δέντρο.
«Σε παρακαλώ, πες μας τι είσαι;» ξαναρώτησε η Κόλα νευριασμένη και επίμονα.
«Είμαι το Αυτό» απάντησε το δέντρο.
«Πριν ήσουν αυτό το τεράστιο ρολόι στο βάθος και πιο πριν ήσουν το σεντόνι του Γκάμι. Έτσι δεν είναι;»
«Δεν ξέρω τι ήμουν πριν, δεν ξέρω τι είναι το πριν, δεν ξέρω τι είναι το σεντόνι και τι είναι το ρολόι. Δεν τα καταλαβαίνω».
Η Κόλα τού δείχνει το τεράστιο ρολόι πίσω τους.
«Να! Πριν μιλούσες, σαν να ήσουν εκείνο το ρολόι».
«Ααα, αυτό. Αυτό δεν ξέρω τι είναι και τι κάνει. Κανείς δεν ξέρει εδώ. Δεν του δίνουμε σημασία. Αλλά αυτό δεν είναι το Αυτό. Το Αυτό είμαι εγώ, εγώ είμαι αυτό».
Το Αυτό άρχισε να παίρνει μορφές από διάφορα γύρω τους, όπως ένα λουλούδι, μια πέτρα και μια λιμνούλα.
«Να δες, εγώ είμαι το Αυτό και μπορώ να γίνω αυτό κι αυτό κι αυτό».
«Αυτό μου, μήπως είσαι κι αυτό το ποντίκι που ψάχνουμε; Που ήρθε στο ορφανοτροφείο μας; Που μπήκε από το παράθυρο, πήγε στο γραφείο της κυρίας Σκαμ και έφυγε από το ρολόι;»
«Ποντίκι; Ορφανοτροφείο; Παράθυρο; Κυρία Σκαμ; Δεν καταλαβαίνω».
«Αχ, ασ’ το. Πάμε, Γκάμι, δεν μπορεί να μας απαντήσει κανείς».
«Ο Βόνταν μπορεί!» είπε το Αυτό.
«Ποιος είναι ο Βόνταν» ρώτησε η Κόλα.
«Ο Βόνταν μένει στο παλάτι του πάγου. Να εκεί ψηλά, στο βουνό».
«Και θα μπορέσει να μας απαντήσει;»
«Ο Βόνταν τα ξέρει όλα και θα σας απαντήσει!»
«Αχ, να’ σαι καλά, Αυτό μου. Πάμε αμέσως να τον βρούμε. Έλα, Γκάμι» είπε η Κόλα και έπιασε τον Γκάμι από το χεράκι, για να πάνε προς το βουνό. Φεύγοντας, τους είπε το Αυτό:
«Μα γιατί βιάζεστε. Δεν το καταλαβαίνω».
Η Κόλα και ο Γκάμι περπατούσαν για πολλή ώρα, χωρίς, όμως, να καταφέρνουν να πλησιάσουν το βουνό. Η Κόλα κοιτούσε γύρω της, προσπαθώντας να καταλάβει γιατί δεν προχωράνε. Πίσω της έβλεπε το τεράστιο ρολόι, στο οποίο, από οποιοδήποτε σημείο και αν εκείνη βρισκόταν, μπορούσε να διακρίνει εύκολα την ώρα. Οι δείκτες έδειχναν τρεις το απόγευμα και η Κόλα άρχισε να ανησυχεί.
«Κοίτα, Γκάμι, η ώρα είναι τρεις. Θα έχουν ξυπνήσει τώρα τα παιδιά στο ορφανοτροφείο και η κυρία Σκαμ σίγουρα θα μας ψάχνει. Αχ, Γκάμι, τι θα κάνουμε τώρα;»
Η Κόλα άρχισε να κλαίει. Μαζί της, από ανασφάλεια, άρχισε και ο μικρός Γκάμι να κλαίει και μαζί μ’ αυτούς και ένα τρίτο κλάμα ακούστηκε, που συνοδευότανε από βροχή. Ο Γκάμι κοίταξε τον ουρανό και διέκρινε την κυρία που είχε δει από το παράθυρο του ορφανοτροφείου. Έδειχνε στην Κόλα με το χέρι του τη Χόλε, που έκλαιγε κι αυτή, γι’ αυτό και η βροχή.
«Γιατί κλαίτε κι εσείς, καλή μου κυρία;» τη ρώτησε η Κόλα, που μπορούσε και εκείνη τώρα να τη δει.
«Μου έκλεψαν τα μαξιλάρια» είπε η Χόλε και πλάνταξε στο κλάμα, προκαλώντας ακόμα μεγαλύτερη μπόρα, τόσο μεγάλη, που η Κόλα και ο Γκάμι γίνανε μούσκεμα.
«Αχ, καλή μου κυρία, σας παρακαλώ, μην κλαίτε άλλο».
«Δεν μπορώ, είναι τραγικό» είπε η Χόλε και συνέχισε «Πώς θα ρίξω το χιόνι μου τώρα, ε; Πώς;».
«Το χιόνι;» απόρησε η Κόλα.
«Ναι, το χιόνι. Είμαι η Χόλε και ρίχνω το χιόνι όταν τινάζω τα μαξιλάρια. Αλλά τώρα πώς θα το ρίξω χωρίς αυτά;»
«Αχ, κυρία Χόλε, θα τα βρούμε και τα μαξιλάρια σας, αλλά πρώτα πρέπει να βρούμε το ποντίκι, που μπήκε τη νύχτα από το παράθυρο του ορφανοτροφείου μας και πήρε κάτι από το γραφείο της κυρίας Σκαμ, και μετά έφυγε από το ρολόι, και εμείς το ακλουθήσαμε, και βρεθήκαμε εδώ, και όλα άρχισαν να μιλάνε, αυτό κι αυτό κι αυτό, και πρέπει να βρούμε το Βόνταν να μας πει τι έγινε και πώς θα γυρίσουμε πάλι πίσω, γιατί σήμερα είναι παραμονή Χριστουγέννων, ξέρετε, και θα έρθουν γονείς να υιοθετήσουν παιδιά, ναι, και…»
«Σταμάτα, σταμάτα, σταμάτα! Είπες ότι πρέπει να βρείτε το Βόνταν;»
«Ναι, κυρία Χόλε. Έτσι μας είπε το Αυτό».
«Χα χα χα, και πώς πιστεύετε ότι θα καταφέρετε να φτάσετε στο παλάτι του πάγου;»
«Δεν ξέρω, κυρία Χόλε. Μήπως μπορείτε να μας βοηθήσετε εσείς;»
«Εγώ; Χμ, ε, λοιπόν, θα σας βοηθήσω».
«Αχ, σας ευχαριστούμε πολύ, κυρία Χόλε».
«Υπό την εξής προϋπόθεση όμως».
«Πείτε μας, κυρία Χόλε».
«Όταν φτάσετε στο παλάτι του πάγου, να ρωτήσετε το Βόνταν και ποιος έκλεψε τα μαξιλάρια μου!»
«Ναι, κυρία Χόλε, θα τον ρωτήσουμε και θα βρούμε και τα μαξιλάρια σας. Σας το υπόσχομαι!»
Η Χόλε χάρηκε τόσο πολύ, που η χαρά της εμφάνισε ένα μεγάλο ουράνιο τόξο, που έφτανε μέχρι το παλάτι του πάγου. Ο μικρός Γκάμι γούρλωσε και πάλι τα ματάκια του. Δεν είχε ξαναδεί τόσα πολλά και όμορφα χρώματα.
«Ανεβείτε στο ουράνιο τόξο, που θα σας οδηγήσει κατευθείαν στο παλάτι του πάγου» είπε η Χόλε.
Η Κόλα την ευχαρίστησε και μαζί με τον Γκάμι ανέβηκαν στο ουράνιο τόξο.
Η Κόλα και ο Γκάμι περπατούσαν πάνω στο ουράνιο τόξο θαυμάζοντας παράλληλα από ψηλά όλο αυτό το όμορφο τοπίο που βρισκόταν από κάτω τους. Όσο πιο πολύ πλησίαζαν το βουνό, όμως, τόσο πιο άγριο και κρύο γινόταν το τοπίο.
«Κάνε λίγη υπομονή ακόμα, Γκάμι. Να όπου να’ ναι φτάνουμε. Βλέπω το παλάτι» είπε η Κόλα, ενώ ο κ αημένος ο Γκάμι τυλίχτηκε με το σεντόνι του, προσπαθώντας να ζεσταθεί λίγο. Φτάνοντας έξω από την κρυστάλλινη θύρα, η Κόλα θαύμασε το παλάτι που ήταν όλο από πάγο.
«Κοίτα, Γκάμι, δεν είναι υπέροχο;» είπε η Κόλα, αλλά ο μικρός Γκάμι είχε κουκουλωθεί για τα καλά.
Προχώρησαν στο εσωτερικό του παλατιού για την αναζήτηση του Βόνταν. Δεν έβλεπαν, όμως, κανέναν μέσα. Φτάσανε σε έναν τοίχο χωρίς να βλέπουν κάποια πόρτα. Τότε η Κόλα άρχισε να φωνάζει το όνομα του Βόνταν, και ξαφνικά ακούστηκε από ψηλά μια δυνατή και βαριά φωνή.
«Εμένα ζητάτε;»
Η Κόλα κι ο Γκάμι κοιτάξανε προς τα πάνω. Δεν μπορούσαν να πιστέψουν στα μάτια τους όταν συνειδητοποίησαν πως το τοίχος ήταν μόνο η μύτη από το σανδάλι του Βόνταν.
«Εσείς είστε ο Βόνταν;» ρώτησε η Κόλα
«Εγώ είμαι ο Βόνταν, ο Άρχοντας του Βορρά. Τι θέλετε εσείς και πώς φτάσατε εδώ;» τους ρώτησε ο Βόνταν.
«Η κυρία Χόλε μάς έφερε εδώ και θέλουμε τη βοήθειά σας».
Ο Βόνταν άπλωσε το γιγάντιο χέρι του και έπιασε το μικρό Γκάμι, ο οποίος φοβήθηκε και άρχισε να κλαίει.
«Μην κλαις, μικρέ. Μπες εδώ να ζεσταθείς» είπε ο Βόνταν και έβαλε τον Γκάμι πάνω στη ποδιά του, που ήταν μια απέραντη βελέντζα. Ο Γκάμι χάθηκε μέσα στο μαλλί, αλλά γρήγορα ζεστάθηκε. Ο Βόνταν πήρε και την Κόλα και την έβαλε μαζί με τον Γκάμι.
«Και τώρα πες μου γιατί ήρθατε σε μένα και πώς μπορώ να σας βοηθήσω; Και γρήγορα, γιατί θα ανησυχήσουν οι γονείς σας!»
«Δεν έχουμε γονείς. Ζούμε σε ένα ορφανοτροφείο. Κάποιο ποντίκι μπήκε τη νύχτα από το παράθυρο και πήρε κάτι από το γραφείο της διευθύντριας. Μετά διέφυγε από το ρολόι και εμείς το ακλουθήσαμε. Πρέπει να το βρούμε και να πάρουμε αυτό που πήρε, για να το επιστρέψουμε και να γυρίσουμε γρήγορα πίσω».
Ο Βόνταν κατάλαβε ότι αυτό που είδανε δεν ήταν ποντίκι, αλλά ο Χρουντπεράτ.
«Ποιος είναι ο Χρουντπεράτ;» ρώτησε η Κόλα.
«Είναι η καταστροφή της χαράς! Κάθε χρόνο τέτοια εποχή βγαίνει από το πηγάδι του, για να κλέψει τη χαρά των παιδιών».
«Και γιατί κλέβει τη χαρά των παιδιών;»
«Πριν χιλιάδες χρόνια, όταν ο Χρουντπεράτ ήταν και ο ίδιος παιδί, η γιορτή του “Ερχομού” ήταν η αγαπημένη του, όπως όλων των παιδιών. Είναι οι μέρες που βγαίνω από το παλάτι και με το άρμα μου πετάω πάνω από τα σπίτια και αφήνω δώρα μέσα στα μποτάκια των παιδιών που ήταν φρόνιμα. Τις μέρες αυτές γυαλίζουν τις μπότες τους και τις βγάζουνε έξω από την πόρτα. Επίσης στολίζουν τα έλατα, γιατί είναι τα μόνα δέντρα που είναι πράσινα το χειμώνα, και η Χόλε τινάζει τα μαξιλάρια της, για να χιονίσει. Τότε, λοιπόν, ο Χρουντπεράτ ήταν πολύ φρόνιμο παιδί και την ημέρα των δώρων όπως γυρνούσε στο σπίτι έπεσε από απροσεξία σε ένα πηγάδι, με αποτέλεσμα να χάσει τη γιορτή. Νευρίασε πάρα πολύ, που όλο τον καιρό ήταν φρόνιμος, αλλά δεν μπόρεσε να λάβει τα δώρα του, και έτσι έχασε τη χαρά. Από τότε ορκίστηκε κάθε χρόνο να κλέβει τη χαρά από όλα τα παιδιά. Όταν, λοιπόν, είναι λυπημένα τα παιδιά και κλαίνε, τα δάκρυά τους μαζεύονται στο πηγάδι, το οποίο αρχίζει και γεμίζει, κι έτσι ο Χρουντπεράτ μπορεί και ανεβαίνει, για να βγει, ενώ, όταν τις γιορτές τα παιδιά έχουν χαρά, παραμένει το πηγάδι στεγνό».
«Και πώς μπορούμε να τον βρούμε και να τον σταματήσουμε;» ρώτησε η Κόλα.
«Δεν είναι εύκολο! Όσο πιο πολύ χάνουν τη χαρά και την αισιοδοξία τα παιδιά τόσο περισσότερη δύναμη παίρνει ο Χρουντπεράτ».
«Αρά ο Χρουντπεράτ έκλεψε και τα μαξιλάρια της Χόλε, για να μη χιονίσει και να μη χαρούν τα παιδιά! Από το ορφανοτροφείο μας, όμως, τι να έκλεψε άραγε; Η κυρία Σκαμ μάς είπε πως ούτως η άλλως δεν ήρθαν πολλά τρόφιμα και παιχνίδια φέτος».
«Το ότι δεν ήρθανε πολλά πράγματα και απογοητεύτηκαν τα παιδιά ήταν μόνο η αφορμή. Ο Χρουντπεράτ πρέπει να έκλεψε κάτι πολύ πιο σημαντικό! Ο Χρουντπεράτ σάς έκλεψε τους γονείς!»
Η Κόλα άρχιζε να καταλαβαίνει.
«Τα χαρτιά των υιοθεσιών. Ναι, αυτό είναι. Αυτά έκλεψε ο Χρουντπεράτ από το γραφείο της κυρίας Σκαμ! Πρέπει να τον βρούμε και να τον σταματήσουμε. Πρέπει να δώσουμε πίσω τα μαξιλάρια στην κυρία Χόλε και να επιστρέψουμε τα χαρτιά! Αλλά πώς; Έχουμε ήδη αργήσει!»
«Πρέπει να τον ξεγελάσετε, να πάρετε τα μαξιλάρια και τα χαρτιά και να τον ρίξετε στο πηγάδι. Γρήγορα, όμως, γιατί εδώ νυχτώνει και σε σας ξημερώνει. Ακόμα προλαβαίνετε, διότι, όταν είναι σε σας νύχτα, τότε εδώ είναι μέρα και αντίστροφα. Αλλά πρέπει να βιαστείτε!»
«Και πώς θα φτάσουμε γρήγορα στο πηγάδι του Χρουντπεράτ;» ρώτησε η Κόλα ταραγμένη.
«Εγώ θα σας πάω με το άρμα μου, αλλά εσείς πρέπει να βρείτε τον τρόπο».
Ο Βόνταν πήρε την Κόλα και τον Γκάμι και ανέβηκαν στο άρμα. Τους πήγε στο πηγάδι του Χρουντπεράτ και έφυγε.
Η Κόλα άρχισε να σκέφτεται πώς θα ξεγελούσαν τον Χρουντπεράτ, ώστε να έρθει κοντά στο πηγάδι. Βλέποντας το σεντόνακι του Γκάμι, της ήρθε μια ιδέα. Πήρε το σεντόνι και έδεσε το ένα άκρο γύρω από την κοιλιά του Γκάμι, ενώ το άλλο το έδεσε σε ένα θάμνο. Έπειτα κατέβασε τον Γκάμι σιγά σιγά στο πηγάδι και κρύφτηκε πίσω από το θάμνο. Ο μικρός Γκάμι, που δεν μπορούσε να καταλάβει το σχέδιο της Κόλα, ανησύχησε και άρχισε να κλαίει.
«Έτσι, Γκάμι, κλάψε! Τώρα το χρειαζόμαστε».
Ο Χρουντπεράτ άκουσε το δυνατό κλάμα του Γκάμι και του κίνησε την περιέργεια. Τόση απελπισία θα του έδινε απίστευτη δύναμη, για να καταστρέψει τις γιορτές και να κλέψει και την τελευταία σταγόνα χαράς που είχε μείνει στο κάθε παιδί. Ο Χρουντπεράτ πλησίασε το πηγάδι, ενώ η Κόλα τον παρακολουθούσε έντρομη πίσω από το θάμνο. Ο Χρουντπεράτ ήταν ό,τι πιο άσχημο και τρομακτικό είχε δει ποτέ στη ζωή της. Έπρεπε, όμως, να ολοκληρώσει το σχέδιό της. Ο Χρουντπεράτ άφησε τα μαξιλάρια και τα χαρτιά στο έδαφος και έσκυψε να δει μέσα στο πηγάδι. Πριν προλάβει να τον δει ο Γκάμι, η Κόλα κλότσησε τον Χρουντπεράτ μέσα και τράβηξε γρήγορα τον Γκάμι με το σεντόνι έξω.
«Τα καταφέραμε, Γκάμι! Ακούς; Τα καταφέραμε» φώναξε η Κόλα από χαρά και αγκάλιασε σφιχτά τον Γκάμι, για να ηρεμήσει, ενώ μέσα από το πηγάδι ο Χρουντπεράτ ούρλιαζε και χτυπιόταν.
«Γρήγορα, Γκάμι, γιατί νυχτώνει. Πρέπει να πάμε τα μαξιλάρια στην κυρία Χόλε και να επιστρέψουμε στο ορφανοτροφείο!»
Η Κόλα και ο Γκάμι επέστρεψαν τα μαξιλάρια στη Χόλε, η οποία χάρηκε πολύ, και αμέσως προχώρησαν προς το γιγάντιο ρολόι. Όμως, όπως και πριν, δεν το φτάνανε.
«Τι θα κάνουμε τώρα, Γκάμι; Νύχτωσε και δεν μπορούμε να φτάσουμε το ρολόι».
Ο μικρός Γκάμι άρχισε να νυστάζει. Είχε κουραστεί από όλες τις περιπέτειες και το μόνο που ήθελε ήταν να ξαπλώσει με το σεντονάκι του και να κοιμηθεί.
«Αχ, Γκάμι μου, νύσταξες. Σήκω να μπούμε σ’ αυτό το σπιτάκι, ίσως να έχει ένα κρεβάτι για να κοιμηθείς».
Η Κόλα χτύπησε την πόρτα, αλλά κανείς δεν άνοιγε. Έσπρωξε την πόρτα και μπήκαν μέσα. Ρώτησε αν είναι κανείς στο σπίτι, αλλά τίποτα. Ο μικρός Γκάμι βρήκε ένα κρεβάτι και ξάπλωσε.
«Κοιμήσου, Γκάμι, άλλωστε δεν προλαβαίνουμε. Είναι αργά τώρα».
Ξαφνικά της απάντησε η ντουλάπα με μια γνώριμη φωνή.
«Μα γιατί βιάζεστε. Δεν το καταλαβαίνω».
«Αυτό; Εσύ είσαι;» ρώτησε η Κόλα.
«Ναι, εγώ είμαι».
«Αυτό μου, πες μου πώς θα φτάσουμε στο ρολόι για να γυρίσουμε πίσω».
«Πίσω; Δεν τη γνωρίζω αυτήν τη λέξη, δεν την καταλαβαίνω».
«Πρέπει να γυρίσουμε πίσω στο ορφανοτροφείο. Σήμερα είναι παραμονή Χριστουγέννων».
«Τι είναι το σήμερα; Δεν την ξέρω αυτήν τη λέξη, δεν την καταλαβαίνω».
«Πρέπει να επιστρέψουμε αυτά τα χαρτιά στην κυρία Σκαμ».
Η Κόλα απελπίστηκε πάλι. Ένιωθε ότι όλα όσα προσπάθησαν δεν έφταναν, για να φέρουν πίσω τη χαρά στα παιδιά του ορφανοτροφείου. Το κλάμα της Κόλα ξύπνησε το μικρό Γκάμι, που βγήκε από το κρεβάτι για να την αγκαλιάσει.
«Μην κλαις, μικρή. Κοίτα τι έχω εδώ για σένα» είπε το Αυτό, που ήταν ντουλάπα και άνοιξε τα φύλλα της.
«Ααα, κοίτα, Γκάμι, το φόρεμα που φανταζόμουν. Ναι, αυτό είναι. Λευκό με ένα μεγάλο φιόγκο πίσω».
Η Κόλα και ο Γκάμι πλησίασαν την ντουλάπα, η οποία τους τράβηξε απότομα μέσα και έκλεισε τα φύλλα της. Η Κόλα άρχισε να φωνάζει.
«Άνοιξε μας να βγούμε!»
Αλλά η ντουλάπα δεν άνοιγε. Η Κόλα έσπρωχνε και χτύπαγε με όλη της τη δύναμη. Η ντουλάπα, όμως, δεν άνοιγε. Τότε, μέσα στην απελπισία της, φώναξε για βοήθεια.
«Βόνταααν, Χόλεεε, Χρουντπεράαατ».
Και ξαφνικά η ντουλάπα άνοιξε. Η Κόλα και ο Γκάμι, όμως, δε βρισκόντουσαν στο σπιτάκι, αλλά στο δωμάτιό τους, στο ορφανοτροφείο. Η Κόλα και ο Γκάμι κοιτούσαν γύρω τους. Μόλις είχανε κατέβει όλοι για πρωινό. Αμέσως τρέξανε στο γραφείο της κυρίας Σκαμ, για να αφήσουν τα χαρτιά, όσο εκείνη έλειπε στην αίθουσα σιτισμού.
Όταν βγήκανε από το γραφείο, εμφανίστηκε μπροστά τους η κυρία Σκαμ.
«Τι κάνετε εσείς έξω από το γραφείο μου; Και γιατί δεν ήσασταν στο πρωινό;»
«Ε, ήρθαμε να σας ζητήσουμε συγνώμη γι’ αυτό. Αποκοιμηθήκαμε, κυρία Σκαμ».
«Τώρα να μείνετε νηστικοί, για να μάθετε άλλη φορά να αργείτε για το πρωινό».
«Μάλιστα, κυρία Σκαμ».
«Και να πάτε να πλυθείτε τουλάχιστον. Πώς είστε έτσι, λες και λείπατε όλη νύχτα έξω; Και αυτό το σεντόνι… Φέρε το εδώ! Αυτό το σεντόνι θα πάει τώρα ευθύς αμέσως στην πυρά!»
Η κυρία Σκαμ άρπαξε μονομιάς το σεντόνι του Γκάμι και το έριξε στο αναμμένο τζάκι. Ο μικρός Γκάμι λυπήθηκε. Νύσταζε, πεινούσε και τώρα έβλεπε να καίγεται και το αγαπημένο του σεντόνι. Έτρεξε στο δωμάτιο και άρχισε να κλαίει στην άκρη του κρεβατιού.
«Μην κλαις, Γκάμι, γιατί έτσι δίνουμε πάλι δύναμη στον Χρουντπεράτ».
Ο μικρός Γκάμι, όμως, ήταν πολύ λυπημένος. Σαν ένας Χρουντπεράτ ένιωθε κι αυτός φέτος.
Λίγη ώρα αργότερα κατέφθαναν οι γονείς που είχαν έρθει για να υιοθετήσουν παιδιά από το ορφανοτροφείο. Η κυρία Σκαμ πέρασε από το δωμάτιο και είπε:
«Δεσποινίς Κόλα, ζητάνε κάτω να σε δούνε».
Η Κόλα βγήκε από το δωμάτιο και αμέσως την ακολούθησε ο μικρός Γκάμι.
«Όχι εσύ! Η Κόλα μόνο!» είπε με αυστηρό τόνο η κυρία Σκαμ και κατέβηκε μαζί με την Κόλα τις σκάλες.
Ο μικρός Γκάμι στεκόταν τρομοκρατημένος στο κατώφλι και έπιανε τα χέρια του. Δεν είχε άλλο το σεντονάκι του και άρχισε να ξύνει τις παλάμες από το φόβο. Πλησίασε τις σκάλες και πιάστηκε από τα κάγκελα, ενώ τα ποδαράκια του έτρεμαν ολόκληρα.
Κάτω η Κόλα συστηνόταν σε ένα νεαρό ζευγάρι που ενδιαφερόταν να υιοθετήσει ένα κορίτσι σαν την Κόλα. Της είχε φέρει μάλιστα και ένα δώρο. Ένα φόρεμα λευκό, με ένα μεγάλο φιόγκο πίσω. Το ίδιο φόρεμα που είχε δει η Κόλα στην ντουλάπα. Η Κόλα χάρηκε πολύ και τους ευχαρίστησε. Η κυρία Σκαμ βγήκε από το γραφείο της, με τα χαρτιά της υιοθεσίας, για να τα παραδώσει στο ζευγάρι. Η νέα μητέρα τα πήρε και, όπως τα κοιτούσε, ξαφνικά, πάνω στο σημείο όπου αναγραφόταν το όνομα της Κόλα, έπεσε ένα δάκρυ. Δεν ήταν το δικό της. Ήταν του Γκάμι και έπεσε ψηλά από τις σκάλες. Η νεαρή γυναίκα κοίταξε προς τα πάνω και ρώτησε την κυρία Σκαμ ποιος ήταν ο μικρός που δάκρυζε και έτρεμε.
«Αυτός είναι ο Γκάμι, ο μικρός αδερφός της Κόλα» απάντησε με μια απάθεια η κυρία Σκαμ.
Η νεαρή γυναίκα κοίταξε το σύζυγό της, ο οποίος κατάλαβε και της ένευσε με νόημα. Τότε εκείνη έσκυψε στην Κόλα και τη ρώτησε:
«Κόλα, κορίτσι μου, εσύ θέλεις να έρθεις μαζί μας;»
Η Κόλα την κοίταξε, κοίταξε και το νεαρό άντρα και μετά προς τα πάνω τον Γκάμι, αλλά δεν της απάντησε. Τότε εκείνη συνέχισε:
«Άκου, θέλω να πας απάνω και να μαζέψεις τα πράγματά σας, να πάρεις το μικρό σου αδελφό και να έρθετε μαζί μας».
Η Κόλα την αγκάλιασε αμέσως. Ο μικρός Γκάμι είδε τη χαρά της Κόλα, αλλά δεν μπόρεσε ν’ ακούσει τι είχε πει η νεαρή γυναίκα. Κατάλαβε πως η Κόλα δέχτηκε και ότι θα έφευγε μαζί τους, αφήνοντας τον εκεί. Τότε ο Γκάμι έτρεξε στην ντουλάπα και μπήκε μέσα, προσπαθώντας να πάει στο Βόνταν και τη Χόλε, για να τον βοηθήσουν να μη φύγει η Κόλα. Όμως, τίποτα. Ο Γκάμι ήταν απλώς στην ντουλάπα και ψέλλιζε το όνομα της Κόλα. Η Κόλα έτρεξε απάνω ψάχνοντας τον Γκάμι.
«Γκάμι μου, έλα, φεύγουμε! Γκάμι, ακούς; Πού είσαι;»
Ο Γκάμι άκουσε τη φωνή της Κόλα, νομίζοντας πως τη βρήκε στην ντουλάπα.
«Κόλα, Κόλα» έλεγε.
Τότε τον άκουσε η Κόλα μέσα στην ντουλάπα και την άνοιξε.
«Γκάμι, έλα. Φεύγουμε μαζί!»
Ο Γκάμι τρελάθηκε από τη χαρά του, τόσο πολύ, που δεν ήξερε προς τα πού να πάει. Μάζεψαν τα λίγα πράγματα που είχανε, σε ένα σάκο, και κατέβηκαν. Όταν φτάσανε κάτω, ο μικρός Γκάμι έτρεξε κατευθείαν στην αγκαλιά της νεαρής γυναίκας.
«Μαμά;» τη ρώτησε.
«Ναι, μικρό μου!» του απάντησε εκείνη.
Η κυρία Σκαμ υπέγραψε και τα χαρτιά του Γκάμι και τα έδωσε στο νεαρό άντρα λέγοντας:
«Να πάτε στο καλό. Και καλές εορτές».
«Καλές γιορτές, κυρία Σκαμ, καλές γιορτές» είπε η Κόλα και η νέα οικογένεια αποχώρισε από το ορφανοτροφείο.
Κατεβαίνοντας τις σκάλες προς το δρόμο ο μικρός Γκάμι έδειχνε με το χέρι του τον ουρανό.
«Τι είναι, Γκάμι μου, τι βλέπεις; Χιονίζει;» τον ρώτησε η νέα του μαμά.
Μόνο ο Γκάμι την έβλεπε εκεί ψηλά να του χαμογελάει και να τινάζει τα μαξιλάρια της, τη Χόλε. Μαζί μ’ αυτά είχε και το σεντονάκι του. Αλλά ο Γκάμι δεν το χρειαζότανε άλλο, γιατί τώρα κρατιότανε με το ένα χέρι από την Κόλα και με το άλλο από τη μαμά.
Κι έτσι όπως προχώραγαν όλοι μαζί χέρι χέρι, τους λέει ο μπαμπάς:
«Πάμε όλοι με το τρία. Ένα, δύο, τρία!»
Και τότε άρχισαν να τρέχουν γρήγορα μέσα στο χιόνι.
Μα γιατί βιάζονται, δεν το καταλαβαίνω!
Καλές γιορτές με υγεία και αγάπη σε όλες και όλους!
Λεωνίδας Θεοδωρίδης