Wie Bitte?
γράφει ο Λεωνίδας Θεοδωρίδης
Η αναγέννηση του πολιτικού ενδιαφέροντος. Ήταν διάχυτο και, κατά κάποιον τρόπο, αναγκαίο, εξαιτίας του κοινωνικού αποκλεισμού τον οποίο αισθάνθηκαν οι πολίτες από τις αποφάσεις και τη σύσταση της τεχνοκρατικής κυβέρνησης Παπαδήμου. Οι λόγοι σχηματισμού της συγκεκριμένης κυβέρνησης είναι γνωστοί: Η υπογραφή των μέτρων του Μνημονίου χωρίς προσφυγή στις κάλπες είτε με βουλευτικές εκλογές είτε με δημοψήφισμα, και επιπλέον με την άνεση της απόλυτης πλειοψηφίας. Συνέπεια ήταν η αναπόφευκτη αύξηση της ανάγκης για έκφραση της λαϊκής ετυμηγορίας. Οι δημοσκοπήσεις το έδειχναν ξεκάθαρα. Ο ελληνικός λαός ήθελε εκλογές εδώ και τώρα χωρίς να έχει αποσαφηνίσει τη μορφή κυβέρνησης που επιθυμούσε. Ο λαός ήθελε να κάνει κάτι άλλο, ήθελε να τιμωρήσει. Αυτό το αντιλήφθηκαν και τα κόμματα εξουσίας, προσεγγίζοντας αρκετά δειλά τις κάλπες. Σήμερα, μάλιστα, αφορμή του πρώτου εκλογικού αποτελέσματος, ο ισχυρισμός πως δε θα έπρεπε να έχουν γίνει οι εκλογές αποτέλεσε τη γελοιότερη δικαιολογία για τα αποτελέσματα. Να σημειώσουμε όμως ότι το πολιτικό ενδιαφέρον περιορίστηκε και υποβαθμίστηκε στο έπακρο, αναδεικνύοντας ταυτόχρονα και μια αποχή ρεκόρ της τάξης του 37%. Το ότι η συνειδητή ψήφος δε θα προέκυπτε στις πρώτες εκλογές και η καραμέλα πως δεν μπορούμε να σέρνουμε το λαό συνέχεια στις κάλπες πάλιωσε με το να εξυπηρετεί μικροκομματισμούς του εκάστοτε κυβερνώντος κόμματος και του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Το Σύνταγμα. Και τι δεν ακούσαμε για αυτό τις τελευταίες μέρες! Ό,τι δε γνωρίζαμε, ό,τι δε μάθαμε στο σχολείο τώρα θέλοντας και μη το μάθαμε, μετατρεπόμενοι όλοι σε μικρούς συνταγματολόγους. Θυμηθήκαμε ξανά την εφαρμογή του στην πράξη ‒ συνέβη ξανά το ’89. Στην πράξη μαθαίνονται όλα και έτσι συνειδητοποιήσαμε τα εξής: Πρώτον, η ανώτατη πολιτική έκφραση είναι η λαϊκή ετυμηγορία, την οποία υποχρεούνται να εφαρμόσουν στο μέγιστο βαθμό όσοι βουλευτές εκλέχτηκαν από το λαό. Οι τελευταίοι οφείλουν να την προστατέψουν και να την προάγουν μέσα από τους δημοκρατικούς θεσμούς που προβλέπει ο κοινοβουλευτισμός. Με απλά λόγια, ουσιαστικά, δεν υπάρχει ακυβερνησία, όπου υπάρχει λαός υπάρχει και εντολή, εκτός και αν ζούμε στην Ανταρκτική και είμαστε πιγκουίνοι. Δεύτερον, το ανώτατο πολιτικό αξίωμα το φέρει ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Στην κοινοβουλευτική δημοκρατία το αμέσως ανώτερο πολιτικό αξίωμα το φέρει ο Πρόεδρος της Βουλής. Το ανώτερο πολιτικό αξίωμα της κυβέρνησης το φέρει ο Πρωθυπουργός. Τι γίνεται όμως το διάστημα μεταξύ της διάλυσης της βουλής έως την επανασύστασή της; Τρίτον, καταλάβαμε γιατί δεν προχωράμε σε επαναληπτικές, αλλά σε νέες εκλογές. Οι επαναληπτικές εκλογές γίνονται μόνο όταν το εκλογικό αποτέλεσμα δεν αντιστοιχεί σε μία αποδεχτή αναλογία μεταξύ εδρών και πληθυσμού, ώστε να γίνει αποδεκτό το εκλογικό αποτέλεσμα. Είναι μια ολόκληρη διαδικασία που δε μας ενδιαφέρει ως το παρόν, για την ακρίβεια συμβαίνει πολύ σπάνια.
Οι ιδεολογικοί χώροι. Τους γνωρίζουμε περισσότερο ως πολιτικούς χώρους. Από τη Μεταπολίτευση οι πολιτικοί χώροι εξυπηρετούν τα κόμματα, πλην κάποιων που καθαρά από άποψη μάνατζμεντ διαλέγουν πότε από τον έναν και πότε από τον άλλο χώρο το target group που θα τους εισάγει στη βουλή ή θα τους αναδείξει ως κυβέρνηση. Το δεξιά και αριστερά μεταφράζεται ως κακό και λάθος, ακριβώς για την παραπλάνηση κυρίως των νέων ψηφοφόρων. Αυτό που αντιληφθήκαμε στις τελευταίες εκλογές ήταν το γεγονός ότι οι πολιτικές καρέκλες έγιναν μουσικές καρέκλες, και όπου κάτσει η μπίλια. «Όποιος κάηκε με το χυλό, φυσάει και το γιαούρτι». Αυτό το γεγονός απέτρεψε τα κόμματα να μπουν στη λογική της συγκυβέρνησης. Με λίγα λόγια, στην Ελλάδα θεωρείται ακόμα πολύ διακινδυνευμένο το να συγκυβερνήσει κανείς. Πρόσφατο παράδειγμα η Κυβέρνηση Εθνικής Σωτηρίας (ΠΑΣΟΚ-ΝΔ-ΛΑΟΣ). Και οι τρεις ζημιώθηκαν, με το ΛΑΟΣ να έχει υποστεί τις μεγαλύτερες απώλειες. Δεν είναι καθόλου περίεργο το γεγονός ότι απέτυχαν οι πρόσφατες διερευνητικές εντολές. Πρώτον, γιατί ούτως ή άλλως δεν έβγαιναν οι έδρες και δεύτερον, γιατί οι προεκλογικές υποσχέσεις «συνεργασίας» έγιναν το ένα «όχι» μετά το άλλο.
Οι άσιτοι γιοι. Και τέλος λίγα λόγια για τα νεοσύστατα κόμματα, που ουσιαστικά προέρχονται από διασπάσεις των μεγαλύτερων κομμάτων. Στις εκλογές της 6ης Μαΐου εμφανίστηκε ένα επιπλέον κεντροδεξιό, ας πούμε, κόμμα, οι Ανεξάρτητοι Έλληνες. Αρχηγός του είναι ο πρώην βουλευτής και νυν διαγραμμένος της ΝΔ, ο Πάνος Καμένος. Το εκλογικό σώμα, ψηφίζοντας στις πρόσφατες εκλογές με στόχο να τιμωρήσει τους πολιτικούς και τα κόμματα, ανέδειξε τους Ανεξάρτητους Έλληνες σε 4ο κόμμα. Από κοινωνιολογική άποψη αυτό το εκλογικό αποτέλεσμα είναι αμφίβολο και θα αποτελέσει έκπληξη η επανάληψή του στις εκλογές της 17ης Ιουνίου. Η ΝΔ είναι αποφασισμένη να «σκάσει τη φούσκα» και να φέρει πίσω τους ψηφοφόρους των ΑΝΕΛ, αλλά και της ΔΗΣΥ, ΔΡΑΣΗ ακόμα και της ακροδεξιάς. Αυτό σημαίνει ότι στα πάνελ των τηλεοπτικών εκπομπών η ΝΔ και η/το ΑΝΕΛ θα τρώγονται σαν τα κοκόρια. Ανάλογο σόου θα παρουσιάσει και το ΣΥΡΙΖΑ με τη ΔΗΜΑΡ. Παρότι συγγενή κόμματα, το καλό ποσοστό που απέσπασε η ΔΗΜΑΡ από το εκλογικό σώμα αποτελεί αγκάθι για το ΣΥΡΙΖΑ. Γενικά η ιστορία των εκλογών έχει αποδείξει ότι το προσδόκιμο ζωής των παρεμφερών ή περιφερειακών κομμάτων είναι σύντομος, χωρίς να αποκλείω τις εξαιρέσεις. Άλλωστε, στον αστερισμό της «Νέας Μεταπολίτευσης» όλα είναι πιθανά.
Τα διλήμματα. Τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό τα διλήμματα δεν έλειπαν ποτέ από τις προεκλογικές εκστρατείες. Σαν να μας λένε «δεν ψηφίζετε για κυβέρνηση» αλλά πότε για αυτοδυναμία ή ακυβερνησία, πότε για σταθερότητα ή για το χάος, και θυμίζει το δίπολο Ρώσοι ή Αμερικάνοι στο παιχνίδι κλέφτες κι αστυνόμοι. Άλλοτε το δίλημμα αφορά τα: Ευρώπη ή εκτός Ευρώπης, Μνημόνιο ή αντι-Μνημόνιο, ευρώ ή δραχμή. Τα διλήμματα, όποια κι αν είναι, έχουν ένα χαρακτήρα τρομοκρατίας, ώστε να λειτουργήσουν ως άσκηση πίεσης προς το λαό, για να χειραγωγηθεί η ψήφος και συγκεκριμένα η συνειδητή ψήφος. Η ανάγκη αυτή ενισχύθηκε από τότε που η «πατροπαράδοτη» ψήφος άρχισε να χάνει την εκλογική της αξία, κυρίως για τον δικομματισμό. Στις πρόσφατες εκλογές είχαμε αρκετές ανατροπές, ξεκάθαρα μηνύματα, πολλές εκτιμήσεις και ερμηνείες. Το εκλογικό σώμα, ωστόσο, δεν πτοείται από κανένα δίλημμα. Θέλει αλλαγές και θα τις έχει με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, κι ας του λένε οι μεν μέσα και οι δε έξω ό,τι θέλουν. Ο χρόνος μεταξύ των δύο εκλογικών αναμετρήσεων θα «ξεράσει» όλες τις αντιφάσεις των διάφορων δηλώσεων και αυτό επειδή η υπερέκθεση γίνεται μπούμερανγκ και επιστρέφει στον πομπό του.
Πιο ώριμο το εκλογικό σώμα, έτοιμο για συνειδητή ψήφο. Στις εκλογές της 17ης Ιουνίου δε χρειάζεται να πει κανείς τι θέλει η χώρα και τι πρέπει να κάνει ο ψηφοφόρος. Είναι σαν να λειτούργησαν όλα υπέρ του. Διότι, εκτός του ότι γνώριζε πως θα ξαναπάει άμεσα στην κάλπη, άρα δικαιολογημένη και η δική του ψήφος «τρομοκρατίας», γνωρίζει επιπλέον τι το περιμένει στη συνέχεια. Ας μην κοροϊδευόμαστε. Ο λαός θα βγάλει την κυβέρνηση γνωρίζοντας πολύ καλά και πώς εκείνη θα πράξει. Αυτό που δεν αντέχει άλλο είναι να συναινέσει με την άσκηση του εκλογικού του δικαιώματος σε μία αντιλαϊκή πολιτική. Μπορεί να στηρίξει και πάλι το δικομματισμό, αλλά θα το κάνει συνειδητά αυτή τη φορά. Μπορεί να στηρίξει τις αντιπολιτευτικές δυνάμεις, αλλά και αυτό θα το κάνει συνειδητά αυτή τη φορά. Μπορεί να πάει στα άκρα, επίσης συνειδητά. Δε θα δώσει, όμως, άλλες δικαιολογίες στον εαυτό του.
Μένει, λοιπόν, τα κόμματα που θα σχηματίσουν την επόμενη κυβέρνηση να θυμούνται καλά το αποτέλεσμα των εκλογών της 6ης Μαΐου και να κρατούν καλού κακού στο πίσω μέρος του μυαλού τους μία επιφυλακτική στάση, συγκεκριμένα στη διάρκεια ύπαρξής τους ως νέα κυβέρνηση. Ας πουν στην ΕΕ ό,τι θέλουν, αλλά, εάν δεν επιμεληθούν τα πολύ σοβαρά προβλήματα του Έλληνα και της καθημερινότητάς του μιλώντας για μία ανάπτυξη η οποία θα συνεχίσει να μοιάζει με πόρνη εργαζόμενη στο μπουρδέλο της ΕΕ με νταβαντζή το ΔΝΤ και τσατσά τη Μέρκελ, τότε να μην ανησυχήσουν για καμία αντίδραση από τους Greeks. Εμ, να μας πηδάνε, εμ και να τους πληρώνουμε από πάνω; Nein, danke!