γράφει ο Λεωνίδας Θεοδωρίδης
Σήμερα απαιτούμε από τους νέους να κάνουν αυτό που τους μάθαμε να κάνουν τόσα χρόνια – τουμπεκί. Παραπονιόμασταν κιόλας γιατί δε βγαίνουν στις αλάνες όπως εμείς –χώρια το να μη χτυπήσουν, μην πάθουν κάτι–, γιατί κάθονται με τις ώρες μπροστά στον υπολογιστή παίζοντας video games και δεν πάνε να δούνε κάποια θεατρική παράσταση ή να παίξουν σε κάποιο μουσικό συγκρότημα. Όταν όμως αντιδράνε, μας κακοφαίνεται. Αλλά τι είναι αυτό που μας ενοχλεί πραγματικά; Η μούντζα του νέου προς την ανίκανη εξουσία; Ενώ έπρεπε με το άλλο χέρι να μουντζώσει και εμάς ταυτόχρονα.
Πίστευε κανείς στ’ αλήθεια ότι οι νέοι θα «τρώγανε» τα σκουπίδια μας; Ειλικρινά αναρωτιέμαι, πάρα πολλές φορές, για πόσο χαζούς τους περνάμε! Και βγήκανε οι ειδήμονες να σχολιάσουν και να ερμηνεύσουν τις αντιδράσεις. Με ποια ιδιότητα; Με ποιες γνώσεις; Με ποιο μέτρο; Η φράση «Είναι ασέβεια απέναντι στην πατρίδα και στους αγωνιστές να μουντζώνει ο νέος τους επίσημους» είναι για μένα το λιγότερο προσβλητικό, όταν ο επίσημος που δέχεται τη μούντζα μιλάει στο κινητό. Ποιος σέβεται τι;
Και πρωτίστως δε σεβόμαστε τη γλώσσα μας, τις λέξεις και τη σημασία των εννοιών τους όταν λαϊκίζουμε με τέτοιες εκφράσεις. Το πατριωτικό φρόνημα είναι συναίσθημα. Τα συναισθήματα δημιουργούνται, εκδηλώνονται και συντηρούνται μέσω και εντός έμβιων οργανικών σωμάτων, όπως είναι ο άνθρωπος, και όχι μέσα από πολύχρωμα και ορθογώνια πανιά!
Πόσο μάλλον σε μία εποχή που το φρόνημα αυτό έχει αντικατασταθεί από τη φιλοχρήματη και παράνομη επιχειρηματική δραστηριότητα με χώρες όπως, για παράδειγμα, τα Σκόπια. Και, τέλος πάντων, είναι, τουλάχιστον, γελοίο να απαιτούμε από τους νέους μισή ώρα σεβασμό με βήμα απέναντι στη πατρίδα, όταν εμείς οι μεγαλύτεροι την κατακρεουργούμε καθημερινά λεπτό προς λεπτό.
Αλλά έτσι είναι, και αυτό είναι και το φυσιολογικό, τουλάχιστον όπως το διδάχθηκα εγώ στα έδρανα των ψυχοκοινωνικών μαθημάτων. Όποιος δεν έχει το θάρρος να παραδεχτεί τα λάθη του βρίσκει αποδιοπομπαίους τράγους. Έχουμε ξεφτιλιστεί παγκοσμίως και απατούμε υπερηφάνεια; Για ποιον παρελαύνουμε τελικά; Για όσους αγωνίστηκαν και χάσανε τη ζωή τους; Για τους 10-20 επισήμους; Για την εκάστοτε κυβέρνηση με έτοιμη την ελεύθερη πατρίδα;
Και ο δικός μου παππούς αγωνίστηκε και ο κάθε παππούς αγωνίστηκε, και μάλιστα πολύ σκληρά. Και ό,τι απέκτησε, το απέκτησε με μόχθο και το κράτησε με μόχθο για να έρθουν να το ξαναπάρουν. Δεν είδα όμως καμιά προτομή του, να τον χαιρετάνε. Δεν αγωνίστηκε, για να βρεθώ ξανά κάτω από οποιονδήποτε ζυγό. Και λέω «βρεθώ», γιατί, όταν τον είχα ρωτήσει γιατί να πάω στην παρέλαση, μου απάντησε: «Για μένα θα πας». Και εκεί κατάλαβα το πραγματικό νόημα. Για εμάς παρελαύνουμε, τιμώντας ο καθένας τον παππού του και στο σύνολο αυτό που λέμε: προγόνους. Όμως, μου είπε και κάτι άλλο: «Δε σταματάει εδώ, άλλο να χύσεις το αίμα σου για την πατρίδα και άλλο να στο ρουφάνε», εννοώντας πως υπάρχει πάντα το ενδεχόμενο να χρειαστεί να αγωνιστώ και εγώ για τις επόμενες γενιές.
Και σε αυτό το σημείο ταυτίζομαι πλήρως με την άποψη των περισσότερων νέων που λένε: «Δε ζω στο ’40». Πάει το ’40, τελειώσαμε με το ’40, τώρα τι κάνουμε! Εκ του αποτελέσματος τι ακριβώς εορτάζουμε; Ποια επιτυχία; Της μίας στιγμής εφήμερη νίκη; Γιατί ο προσωπικός αγώνας φτάνει μέχρι ενός σημείου. Για μένα, όμως, δε θα παρελάσει κανείς. Ή μήπως παρέλασε ο νέος με τη μούντζα για μένα; Όταν αχρηστεύεις τη νεολαία σου, θα πληρώσεις το λογαριασμό, και η μούντζα των νέων είναι τα ρέστα μας!
Λεωνίδας Θεοδωρίδης