CityMag Portrait | Παγκόσμια Ημέρα HIV/AIDS
"Μηδενίζουμε τις νέες μολύνσεις, μηδενίζουμε τους θανάτους από AIDS, μηδενίζουμε τις διακρίσεις"
Σύμφωνα με τα στοιχεία της UNAIDS, 1.7 εκατομμύρια άνθρωποι πέθαναν από AIDS το 2011, αριθμός που παρουσιάζει μικρή πτώση για πέμπτη συνεχόμενη χρονιά. Τα νέα κρούσματα, επίσης, παρουσιάζουν ετήσια μείωση κατά 20% στα 2,5 εκατομμύρια, ενώ πτώση καταγράφεται και στα κρούσματα σε παιδιά. Αντίθετα, στην Ελλάδα, η εντυπωσιακή αύξηση που καταγράφηκε το 2011 στα νέα κρούσματα του ιού του AIDS συνεχίζεται και το 2012, σύμφωνα με τα επιδημιολογικά στοιχεία που είχε συγκεντρώσει το Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (ΚΕΕΛΠΝΟ) έως τις 31 Οκτωβρίου. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι για πρώτη φορά το μεγαλύτερο μέρος των νέων κρουσμάτων αφορά χρήστες ενδοφλέβιων ναρκωτικών και όχι ομοφυλόφιλους άνδρες. Τους πρώτους δέκα μήνες του 2012 δηλώθηκαν 1.049 νέα περιστατικά, από τα οποία τα 883 (ποσοστό 84,2%) αφορούν άνδρες και τα 166 (15,8%) γυναίκες. Όπως επισημαίνει το ΚΕΕΛΠΝΟ, η πορεία της επιδημίας HIV/AIDS ακολουθεί σταθερά ανοδική πορεία την τελευταία δεκαετία. Από τα 3,6 κρούσματα ανά 100.000 κατοίκους το 2002, φθάσαμε τα 9,2 κρούσματα ανά 100.000 κατοίκους το πρώτο δεκάμηνο του 2012.
Το μήνυμα της φετινής Παγκόσμιας Ημέρας για τον ιό του HIV και το AIDS είναι «Getting to Zero», το οποίο αντανακλά τους στόχους του στρατηγικού σχεδίου του UNAIDS για την περίοδο 2011-2015: “Zero New HIV Infections. Zero Discrimination. Zero AIDS Related Deaths”.
Ας ξεκινήσουμε με το τι είναι το AIDS. Τα αρχικά του γράμματα σημαίνουν Acquired Immune Deficiency Syndrome, δηλαδή Σύνδρομο Επίκτητης Ανοσολογικής Ανεπάρκειας και είναι μια ανίατη λοιμώδης νόσος που οφείλεται στον ιό HIV. Ο HIV σημαίνει Human Immunodeficiency Virus δηλαδή ιός της Ανθρώπινης Ανοσολογικής Ανεπάρκειας, και είναι ένας ιός που προσβάλλει το ανοσοποιητικό σύστημα του ανθρώπου, το σύστημα δηλαδή που είναι υπεύθυνο για την άμυνα του οργανισμού ενάντια σε λοιμώξεις, νεοπλασίες και άλλες ασθένειες. Οι ονομασίες HIV και AIDS μπορεί να συγχέονται γιατί και οι δύο αυτοί όροι περιγράφουν την ίδια νόσο. Σκεφτείτε όμως το AIDS σαν μια προχωρημένη HIV νόσο. Ένα άτομο με AIDS έχει ένα ανοσοποιητικό σύστημα τόσο αποδυναμωμένο από τη δράση του HIV που συνήθως αρρωσταίνει από μία ή περισσότερες ευκαιριακές λοιμώξεις όπως πνευμονία (PCP) ή Σάρκωμα Καπόζι (KS), Σύνδρομο Επίσχνασης (απώλεια βάρους), βλάβες στην μνήμη, ή καρκίνους.
Μόλις ο HIV μπει στον οργανισμό, εισέρχεται στην κυκλοφορία του αίματος και αναζητά κύτταρα με CD4 υποδοχείς. Όταν συναντήσει ένα τέτοιο κύτταρο κολλά πάνω του, ενώνεται με αυτό και αδειάζει μέσα του το γενετικό του υλικό και τα ένζυμά του. Το RNA του ιού HIV, με τη βοήθεια ενός ειδικού ενζύμου που ονομάζεται αντίστροφη μεταγραφάση, μετατρέπεται σε DNA αμέσως μόλις ο ιός εισβάλλει στο κύτταρο έτσι ώστε να ενσωματωθεί στο ανθρώπινο γονιδίωμα, Σε ένα δεύτερο στάδιο το ένζυμο ενσωματάση κόβει το DNA του κυττάρου και ενσωματώνει σ’ αυτό το ιικό DNA (αντιγράφει δηλαδή τις γεντικές πληροφορίες του στο ανθρώπινο DNA). Από αυτό το σημείο η γενετική ταυτότητα του κυττάρου-στόχος έχει μεταβληθεί μόνιμα και εξυπηρετεί τον ιό. Από το ιικό DNA προκύπτουν οι πρωτεΐνες του ιού, οι οποίες συγκεντρώνονται μέσα στο κύτταρο-στόχος. Μέσω του ενζύμου πρωτεάση οι πρωτεΐνες του ιού κόβονται σε λειτουργικά τμήματα και σχηματίζονται νέοι ιοί μέσα στο κύτταρο. Το κύτταρο καταστρέφεται και οι ιοί απελευθερώνονται στο αίμα, όπου επιτίθενται σε νέους στόχους.
Mε την επιτυχή αντιρετροϊκή (ART), το σώμα μπορεί να παραμένει υγιές και να αντιμετωπίζει τους περισσότερους ιούς και τα βακτηρίδια. Όταν κάποιος μολύνεται με τον HIV, γίνεται "HIV οροθετικός" και παραμένει για πάντα HIV οροθετικός. Ο κύκλος ζωής του HIV περιλαμβάνει εννέα φάσεις μέχρι το στάδιο της ωρίμανσής του (NIAID, 1998). Οι φάσεις αυτές είναι:
α. Επαφή - είσοδος του ιού.
β. Αντίστροφη μεταγραφή.
γ. Μεταφορά στον πυρήνα των κυττάρων.
δ. Ενσωμάτωση.
ε. Αντιγραφή του ιού.
στ. Σύνθεση της πρωτεΐνης του ιού.
ζ. Συγκρότηση του ιού.
η. Απελευθέρωση του ιού.
θ. Ωρίμανση
Οι περισσότερες μελέτες καταδεικνύουν ότι ο μέσος χρόνος που μεσολαβεί από τη μόλυνση μέχρι την εμφάνιση των συμπτωμάτων που σχετίζονται με το AIDS είναι 2- 10 χρόνια ή ακόμα και περισσότερο. Ωστόσο, οι ερευνητές έχουν παρατηρήσει μια μεγάλη διακύμανση ως προς την εξέλιξη της νόσου. Για το 10 % των ατόμων που έλαβαν μέρος σε αυτές τις έρευνες η εξέλιξη του AIDS συνετελέσθη στη διάρκεια των πρώτων δύο ή τριών χρόνων που ακολουθούν τη μόλυνση, ενώ το 5-10 % των ατόμων στις μελέτες έχει σταθερό αριθμό CD 4 κυττάρων και δεν εμφανίζουν συμπτώματα ακόμα και μετά από δώδεκα χρόνια ή και περισσότερα. Παράγοντες όπως οι γενετικές ατομικές διαφορές, ο βαθμός μολυσματικότητας ενός μεμονωμένου στελέχους του ιού και η συνύπαρξη λοιμώξεων από άλλα μικρόβια μπορεί να επηρεάσουν το ρυθμό και τη σοβαρότητα της εξέλιξης της νόσου (NIAID, 1998).
Στο 2ο στάδιο της ασυμπτωματικής λοίμωξης, το προσβεβλημένο άτομο δεν παρουσιάζει κανένα κλινικό σύμπτωμα. Αν δεν υποβληθεί σε εξετάσεις, είναι αδύνατον να γνωρίζει αν είναι ή όχι φορέας. Η περίοδος αυτή παρουσιάζει μεγάλη χρονική διακύμανση. Μπορεί να μην παρουσιαστεί κανένα σύμπτωμα στη διάρκεια μιας δεκαετίας για τους ενήλικες και μιας διετίας για τα παιδιά που γεννιούνται με τον ιό, ενώ άλλοτε μπορεί να παρουσιαστούν συμπτώματα μέσα σε μερικούς μήνες. Κατά τη διάρκεια του σταδίου αυτού, ο ιός HIV πολλαπλασιάζεται δραστικά και μολύνει και σκοτώνει κύτταρα του ανοσοποιητικού συστήματος.
H κλινική διάγνωση του AIDS αναφέρεται στο πιο προχωρημένο στάδιο της μόλυνσης με HIV, και σύμφωνα με τις οδηγίες του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας απαιτεί την παρουσία μιας σειράς συμπτωμάτων. Από αυτά, κάποια θεωρούνται κύρια, ενώ κάποια άλλα δευτερεύοντα. Η κλινική διάγνωση θεωρείται θετική όταν υπάρχουν τουλάχιστον δύο από τα εξής κύρια συμπτώματα: α) απώλεια βάρους 10% ή μεγαλύτερη (στα παιδιά αρκεί η ανακοπή της αύξησης του βάρους τους), β) διάρροια περισσότερο από ένα μήνα και γ) πυρετός περισσότερο από ένα μήνα. Τα δευτερεύοντα συμπτώματα είναι: Βήχας περισσότερο από ένα μήνα, καθολική δερματίτιδα με κνησμό, έρπις ζωστήρας σε υποτροπή, κανδιδίαση του στόματος και του φάρυγγα. Σε κάθε περίπτωση, η κλινική διάγνωση απαιτεί εργαστηριακή επιβεβαίωση, με την ανίχνευση ειδικών αντισωμάτων (Κιόρτσης και Παπασπηλιόπουλος, 1997). Σύμφωνα με τον ορισμό που διατυπώθηκε το 1993 από το CDC (Center for Disease Control / Κέντρο Ελέγχου Νόσων) των Η.Π.Α, θεωρείται ότι έχουν αναπτύξει AIDS τα άτομα των οποίων ο αριθμός των CD4+Τ λεμφοκυττάρων είναι μικρότερος από 200 (NIAID, 1999) ή μικρότερος από το 14% του συνόλου των λεμφοκυττάρων του οργανισμού τους, ανεξάρτητα από την κλινική τους κατάσταση (Δαρδαβέσης, 1999). Κατά την πορεία της λοίμωξης HIV η μείωση των CD4+Τ λεμφοκυττάρων είναι σταδιακή για τα περισσότερα άτομα, αλλά ραγδαία για κάποια άλλα. Επίσης, υπάρχουν άνθρωποι που δεν εμφανίζουν συμπτώματα ακόμη κι όταν ο αριθμός των λεμφοκυττάρων τους είναι μικρότερος από 200. Επιπρόσθετα, ο ορισμός περιλαμβάνει 26 κλινικές καταστάσεις και διαγνωστικά κριτήρια που προσβάλλουν άτομα με ανεπτυγμένη νόσο HIV (NIAID, 1999). Η πλειονότητα αυτών είναι ευκαιριακές λοιμώξεις οι οποίες πολύ σπάνια μπορεί να βλάψουν υγιή άτομα. Όμως για τα άτομα με AIDS οι λοιμώξεις αυτές είναι σοβαρές και μερικές φορές μοιραίες εξαιτίας του γεγονότος ότι το ανοσοποιητικό τους σύστημα είναι τόσο καταστραμμένο από τον HIV που ο οργανισμός δεν είναι σε θέση να καταπολεμήσει ορισμένα βακτήρια, ιούς και άλλα μικρόβια.
Η Μετάδοση της Λοίμωξης του HIV, βρίσκεται σε ποσότητες ικανές για να μολύνουν, στο αίμα, στο σπέρμα και στα κολπικά υγρά, στη βλέννη που καλύπτει το ορθό και στο μητρικό γάλα. Ο HIV μεταδίδεται κυρίως με το αίμα, με την σεξουαλική επαφή χωρίς προφυλάξεις, με την κοινή χρήση σύριγγας και από τη μητέρα στο νεογνό (κάθετη μετάδοση). O ιός επιζεί στο περιβάλλον εκτός του ανθρώπινου οργανισμού για ελάχιστη ώρα. Αναλυτικά, για να μολυνθούμε με τον HIV πρέπει να έρθουμε σε επαφή με μολυσμένο αίμα. Εάν έρθουμε σε επαφή με μολυσμένο αίμα και το αίμα εισχωρήσει στο δικό μας σώμα μέσω αμυχών, πληγών ή βλεννογόνων μπορεί να μολυνθούμε. Οι μεταγγίσεις θεωρούνται πλέον ασφαλείς, αφού το αίμα ελέγχεται διεξοδικά για την παρουσία του HIV και άλλων παθογόνων. Είναι πάρα πολύ απίθανο να μολυνθούμε μέσω μεταγγίσεων αίματος. Ο HIV μπορεί να μεταδοθεί και μέσω κοινής χρήσης αντικειμένων όπου μπορεί να υπάρχουν υπολείμματα αίματος, όπως ξυράφια, οδοντόβουρτσες κτλ. Για τον λόγο αυτό αποφεύγετε να χρησιμοποιείτε τις οδοντόβουρτσες και τα ξυράφια άλλων. Ο πιο συνήθης τρόπος μετάδοσης, όμως, είναι μέσω της σεξουαλικής επαφής με ένα ήδη προσβεβλημένο άτομο. Ο ιός μπορεί να εισέλθει στον οργανισμό δια της οδού του κόλπου, του αιδοίου, του πέους, του πρωκτού ή του στόματος κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής επαφής. Ο HIV μπορεί επίσης να μεταδοθεί και από την επαφή με μολυσμένο αίμα. Ο HIV περιέχεται επίσης στο σπέρμα, τα σπερματικά υγρά, στην βλέννη του ορθού και στα κολπικά υγρά. Στο σάλιο οι ποσότητες δεν επαρκούν για τη μετάδοσή του.
Ο HIV ΔΕΝ μεταδίδεται, από τον αέρα, από το κολύμπι στη θάλασσα ή σε πισίνες, από καθίσματα τουαλέτας, από τα πόμολα, από τα τρόφιμα και ποτά, από την κοινή χρήση μαγειρικών συσκευών ή μαχαιροπίρουνων, από την κοινή χρήση πετσετών, σεντονιών, τηλεφώνων, από το τσίμπημα εντόμων όπως είναι τα κουνούπια ή οι ψύλλοι (από τα ζώα εν γένει δεν μεταδίδεται), από το σάλιο και από τα φιλιά και από τη σωματική επαφή.
Αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει αποτελεσματική θεραπεία για τον ιό HIV (παρόλο που ο ιός έχει απομονωθεί και οι ερευνητές έχουν επαρκείς γνώσεις για τον ανοσολογικό μηχανισμό του οργανισμού). Η αποτελεσματική θεραπεία θα είχε τη μορφή ενός προληπτικού εμβολίου εναντίον του, που θα εμπόδιζε την εγκατάσταση του στον οργανισμό. Μέχρις ότου αναπτυχθεί και εφαρμοστεί κάποια αποτελεσματική θεραπεία ίασης και προληπτικού εμβολίου, η αντιρετροϊκή αγωγή είναι η καλύτερη επιλογή για την μακροχρόνια ιική καταστολή. Με τη χρήση νέων συνδυαστικών φαρμακευτικών αγωγών -με διαφορετική δράση στις διάφορες φάσεις αναπαραγωγής του HIV- επιτυγχάνεται η μακροχρόνια αναστολή της πορείας προς τη νόσο, η μείωση της νοσηρότητας και της θνησιμότητας λόγω της HIV λοίμωξης και η βελτίωση της ποιότητας ζωής. Σήμερα, η HIV λοίμωξη θεωρείται χρόνια νόσος, υπό την προϋπόθεση ότι ο ασθενής λαμβάνει συστηματικά τη θεραπεία του. Υπάρχουν πολλές κατηγορίες αντιρετροϊκών φαρμάκων με διαφορετικό στόχο στον κύκλο του πολλαπλασιασμού του ιού και διαφορετικό μηχανισμό δράσης που μπορεί πλέον να λάβει ο ασθενής. Οι συνδυασμοί αυτοί ονομάζονται HAART - Highly Active Antiretroviral Therapy (αντιρετροϊκή θεραπεία υψηλής δραστικότητας). Επειδή η HAART μειώνει τη συγκέντρωση του ιού στα μολυσματικά βιολογικά υγρά και ελαττώνει συνεπώς την πιθανότητα μετάδοσης του, δίνεται πλέον μεγάλη σημασία στο ρόλο που διαδραματίζει η χορήγηση της αντιρετροϊκής θεραπείας στον τομέα της πρόληψης.
Επιμέλεια κειμένου Λεωνίδας Θεοδωρίδης για το CityMag.
ΠΗΓΕΣ: Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας / UNAIDS / ΚΕΕΛΠΝΟ
Περισσότερο υλικό μπορείτε να βρείτε στην ιστοσελίδα του ΚΕΕΛΠΝΟ
Χρήσιμοι Σύνδεσμοι:
http://www.unaids.org/en/
http://www.who.int/topics/hiv_aids/en/
http://www.cdc.gov/hiv/
http://www.cdc.gov/std/hiv/default.htm
http://www.aidsinfo.nih.gov/
http://www.niaid.nih.gov/topics/hivaids/Pages/Default.aspx